
Βυζαντινή
Αυτοκρατορία
Βυζάντιο

Το Βυζάντιο, ή Βυζαντίς, ήταν αρχαία ελληνική αποικία που ιδρύθηκε στο μυχό του Κεράτου κόλπου και των στενών του Βοσπόρου, στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Κωνσταντινούπολη. Η ονομασία της πόλης παραπέμπει σε θρακική ονοματολογία[1], ενώ σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, η τοποθεσία ονομαζόταν παλαιότερα Λύγος[2]. O επικρατέστερος ιδρυτικός μύθος του Βυζαντίου παραδίδεται από τον Στράβωνα στα Γεωγραφικά, σύμφωνα με τον οποίο η πόλη ιδρύθηκε το 658/7 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, με επικεφαλής τον Βύζαντα, από τον οποίο και πήρε το όνομά της. Ο μυθικός ήρωας Βύζας θεωρείται γιος του βασιλιά Νίσου από τα Μέγαρα ή γιος του Ποσειδώνα και της Κερόεσσας[3], κόρης της Ιούς και του Δία, την οποία η μητέρα της γέννησε στον Κεράτιο κόλπο. Άλλη εκδοχή εμφανίζει τον Βύζαντα ως γιο της νύμφης Σεμέστρας[1]. Ο Βύζας αναφέρεται μαζί με τους Άντες στο χρονογράφημα Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί (8ος-9ος αι.) και εικάζεται ότι πιθανός συνδυασμός των δύο ονομάτων οδήγησε στο τοπωνύμιο Βυζάντιον Για τη χρονολογία ίδρυσης της πόλης υπάρχουν αρκετές εκδοχές, με επικρατέστερη εκείνη του 660 ή 659 π.Χ. Λαμβάνοντας υπόψη τη μακραίωνη ιστορία της πόλης, στη διάρκεια της οποίας καταστράφηκε και χτίστηκε εκ νέου αρκετές φορές, οι αρχαιολογικές μαρτυρίες διακρίνονται με δυσκολία στο χώρο της σύγχρονης Κωνσταντινούπολης. Στα κατάλοιπα της αρχαίας πόλης ανήκει ο «κίονας των Γότθων», μνημείο που πιθανώς αντικατέστησε προηγούμενο άγαλμα του Βύζαντα και βρίσκεται μεταξύ του Τοπ Καπί και των θαλάσσιων τειχών, όπως και κεραμικά αντικείμενα, τα πρωιμότερα από τα οποία χρονολογούνται στον 7ο αιώνα π.Χ.

Σκλαβενίτης Construction Engineer
Από το 1958 θεμελιώνουμε την καινοτομία.
Σκλαβενίτης Construction Engineer .
Yπερπολυτελείς βίλες και κτίρια σε Γλυφάδα, Βούλα, Βουλιαγμένη, Μεγανήσι και Αυστραλία.
Με σημαντικές διεθνής βραβεύσεις
Πληροφορίες στο www.sklavenitis.co
Σκλαβενίτης Construction Engineer






Έπιπλα Δ. Μιχαλόπουλος α.ε

Έπιπλα Δ. Μιχαλόπουλος α.ε
60 ΧΡΟΝΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΕΠΙΠΛΟΥ
Η Δ. Μιχαλόπουλος ΑΕ εδώ και 60 χρόνια κατασκευάζει έπιπλα με
«σημασία στη λεπτομέρεια!!» και με μακροχρόνια πορεία και πολλές περγαμηνές στον κατασκευαστικό τομέα.
Με έμφαση στη ποιότητα η Δ. Μιχαλόπουλος διαθέτει ένα γραφείο μελετών με έμπειρους διακοσμητές.
Τώρα μπορείτε να βρείτε ποιοτικά έπιπλα στο STOCK HOUSE του εργοστασίου μας με τιμές μείον 70%"

Έπιπλα Δ. Μιχαλόπουλος α.ε
Λεωφ. Κηφισίας 227
Κηφισιά
Τηλ. 210 6120 235
2ο χλμ Λεωφ. Μαρκοπούλου
Παιανίας
210 6643 487
Μιχαλόπουλος STOCK HOUSE 2 χλμ. Λ. Μαρκοπούλου Παιανία.
Diamond Doors θωρακισμένες πόρτες ασφαλείας

Η εταιρεία Diamond Doors διαθέτει 17ετή εμπειρία στην εγκατάσταση θυρών ασφαλείας και κουφωμάτων
Εξυπηρέτηση Σε Όλη Την Αττική
♦ 5 Χρόνια Γραπτή Εγγύηση Για Κάθε Πόρτα Ασφαλείας
♦ Με Κλειδαριές Νέας Τεχνολογίας & Μη Αντιγράψιμο Κλειδί Νέου Τύπου
♦ Δωρεάν Επιμέτρηση Στον Χώρο Σας Κατόπιν Ραντεβού
♦ Δυνατότητα Τριπλής Θωράκισης Για Έξτρα Προστασία

Πόρτες Ασφαλείας
Λαβές πορτών
Πόρτες Εισόδου
Δείτε παρακάτω αναλυτικές τιμές με τοποθέτηση ανάλογα την επένδυση, το σχέδιο & τα σημεία κλειδώματος της πόρτας και επικοινωνήστε μαζί μας για να λάβετε προσφορά!
Είμαστε άμεσα διαθέσιμοι για να σας λύσουμε όλες τις απορίες και να σας βοηθήσουμε να βρείτε την κατάλληλη πόρτα για τον χώρο σας εύκολα και γρήγορα. Ζητήστε Προσφορά!
Βρείτε μας στους εκθεσιακούς χώρους στο Ίλιον, στον Πειραιά, στον Άγιο Δημήτριο και στο νέο μας κατάστημα στο Χαλάνδρι και στο www.diamonddoors.gr

Λέωφ. Χασιάς 57

Θηβών 86

Βουλιαγμένης 309

Λ. Μεσογείων 307
Toni Strom, Στρώματα Ύπνου από το 1984



Toni Strom, Στρώματα Ύπνου Νέο Ηράκλειο
Ποσειδώνος & Καραγιώργη 32 Νέο Ηράκλειο
Τηλ. 2102794106
www.tonistrom.com
19tonis58@gmail.com

Στρώματα
Κρεβάτια
Μαξιλάρια
Καναπέδες
Ταπετσαρίες επίπλων

Ιστορία
Σύμφωνα με τον ιδρυτικό μύθο του Βυζαντίου, όπως παραδίδεται από τον Στράβωνα, οι άποικοι ακολούθησαν χρησμό - πιθανώς του Μαντείου των Δελφών - ο οποίος τούς προέτρεπε να κτίσουν την πόλη τους έναντι της πόλης των «τυφλών». Ως τυφλοί υπονοούνταν οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας, οι οποίοι είχαν ιδρύσει την πόλη τους νωρίτερα στην απέναντι ασιατική ακτή του Βοσπόρου δίχως να αντιληφθούν τα εξαιρετικά πλεονεκτήματα της απέναντι τοποθεσίας[5]. Βασικό πλεονέκτημα της τοποθεσίας, σε σχέση με εκείνη της Χαλκηδόνας, ήταν η μεγαλύτερη δυνατότητα υπεράσπισής της, καθώς η ακρόπολη του Βυζαντίου στη συμβολή του Κεράτιου κόλπου και του Βοσπόρου, προστατευόταν σχεδόν ολοκληρωτικά από θάλασσα, με εξαίρεση μόνο το δυτικό τμήμα, στο οποίο όμως ήταν εφικτή η ανέγερση τειχών. Συγχρόνως, η περιοχή έλεγχε τους θαλάσσιους δρόμους και για εμπορικούς σκοπούς και μπορούσε να αξιοποιηθεί ως αφετηρία για ίδρυση νέων αποικιών κατά μήκος του Βοσπόρου. Επιπλέον, από κλιματολογικής άποψης, τα ψυχρά ρεύματα του Βοσπόρου έδιναν αρκετές βροχές που έκαναν τα καλλιεργήσιμα εδάφη εύφορα και τα ακαλλιέργητα γεμάτα από πυκνά δάση[4].
Το Βυζάντιο αναπτύχθηκε γρήγορα, περιτειχίστηκε και κατέλαβε εδάφη στα ασιατικά παράλια. Κατά τον Παυσανία, υπήρξε μία από τις καλύτερα οχυρωμένες πόλεις της αρχαιότητας[6]. Ιστορικές πληροφορίες για το Βυζάντιο αντλούμε επίσης από τον Ηρόδοτο. O τύραννος της πόλης, Αρίστων, υποστήριξε μαζί με άλλους Έλληνες στρατηγούς τον Πέρση βασιλιά Δαρείο στην εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών. Στη διάρκεια της Ιωνικής επανάστασης καταλήφθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις και μετά το τέλος της, οι κάτοικοί της μετοίκησαν, ιδρύοντας τη Μεσηβρία στις δυτικές ακτές του Εύξεινου Πόντο
Κλασικοί και ελληνιστικοί χρόνοι

Κατά τους κλασικούς χρόνους, μετά τη νικηφόρο για τους Έλληνες έκβαση των Μηδικών Πολέμων, το Βυζάντιο καταλήφθηκε από τον Παυσανία νικητή των Πλαταιών[8], o οποίος μετά από συμφωνία με τον Ξέρξη παρέμεινε διοικητής της πόλης πριν εκδιωχθεί από τους Αθηναίους . To Βυζάντιο υπήρξε μέλος της Συμμαχίας της Δήλου, ενώ κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-405 π.Χ.) τάχθηκε αρχικά στο πλευρό των Αθηναίων. Το 411 π.Χ. αποστάτησε από τον αθηναϊκό συνασπισμό και τον επόμενο χρόνο καταλήφθηκε από τον Σπαρτιάτη στρατηγό Κλέαρχο, προφασιζόμενος ο τελευταίος την ανάγκη να εμποδιστεί η αποστολή σιτηρών προς την Αθήνα από τον Εύξεινο πόντο[10]. Πολιορκήθηκε εκ νέου το 409 π.Χ από τους Αθηναίους, με επικεφαλής τον Αλκιβιάδη και όταν ο Κλέαρχος εγκατέλειψε την πόλη, ορισμένοι Βυζαντινοί άνοιξαν τις πύλες στους Αθηναίους[11], οι οποίοι, τελικά, μετά από μάχη εντός των τειχών κατέλαβαν την πόλη. Μετά την ήττα των Αθηναίων υπο τον Κόνωνα στους Αιγός Ποταμούς, οι Αθηναίοι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης που τους υποχρέωνε, μεταξύ άλλων, να εγκαταλείψουν το Βυζάντιο. Παράλληλα, οι πολίτες του Βυζαντίου που είχαν προδώσει την πόλη, παραδίδοντάς τη στα χέρια του Αλκιβιάδη, εξορίστηκαν, λαμβάνοντας αργότερα τιμητικά την αθηναϊκή πολιτεία[12]. H σπαρτιατική παρουσία στην πόλη έληξε περίπου το 390 π.Χ, όταν ο αθηναίος στρατηγός Θρασύβουλος επανέφερε το Βυζάντιο στην αθηναϊκή σφαίρα επιρροής, ωστόσο δεν έλειψαν κρίσεις στις σχέσεις των δύο πόλεων, όπως το 357 π.Χ, όταν το Βυζάντιο συντάχθηκε με τις δυνάμεις του Μαυσώλου.
Κατά την περίοδο της εξάπλωσης του Φιλίππου Β', το Βυζάντιο υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το μακεδόνα βασιλιά, ωστόσο εκείνος πολιόρκησε την πόλη, το 341 π.Χ, μετά από άρνηση των Βυζαντινών να στραφούν εναντίον της Αθήνας. Οι κάτοικοί της πόλης απέδωσαν τη σωτηρία της σε θαύμα της θεάς Εκάτης, όπως μαρτυράται από άγαλμα που έστησαν προς τιμή της, αλλά και σε παραστάσεις της σε νομίσματα της εποχής. Η ημισέληνος που απεικονίστηκε σε βυζαντινά νομίσματα έγινε σύμβολο της πόλεως, γεγονός που θεωρείται πως επιζεί έως σήμερα με την υιοθέτησή της στη σημαία της τουρκικής δημοκρατίας[13]. Στην πραγματικότητα, το Βυζάντιο υποστηρίχθηκε από τους Αθηναίους και αρκετές ακόμα ελληνικές πόλεις που συντάχθηκαν μαζί τους[14]. Στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η πόλη διατήρησε ένα προνομιακό καθεστώς αυτονομίας. Κατά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου προς το Δούναβη, τον υποστήριξε στέλνοντας πλοία[15]. Μετά το θάνατό του, οι Βυζαντινοί, αν και αρχικά υποστήριζαν τον Αντίγονο Α', τελικά διατήρησαν ουδέτερη στάση στη μάχη του με τον Κάσανδρο και τον Λύσανδρο[16]. Tο 279 π.Χ., η πόλη αναγκάστηκε να πληρώνει βαρύ φόρο στους Γαλάτες. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Βυζαντινοί επιδίωξαν την επέκταση της κυριαρχίας τους, κυρίως μέσω του ελέγχου του εμπορίου.
Ariston Carpets Ταπητοκαθαριστήρια
Ένας είναι ο σωστός και ολοκληρωμένος βαθύς καθαρισμός των χαλιών.

Ariston CarpetsΤαπητοκαθαριστήρια
Υπάρχουν εκατοντάδες είδη χαλιών ποικίλων ποιοτήτων και προελεύσεων.Καθένα από αυτά τα χαλιά πρέπει να αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο καθαρισμό.Από τη στιγμή λοιπόν, που μας εμπιστεύεστε τα χαλιά σας, εμείς προχωρούμε στη διαλογή του και τα χωρίζουμε ανα κατηγορία και ποιότητες.
Κατόπιν εφαρμόζουμε τη μέθοδο καθαρισμού που αρμόζει σε κάθε χαλί: πλύσιμο στο χέρι πόντο πόντο, νεροτριβή πλύσιμο σε μηχανές ή στεγνό καθάρισμα.
Έτσι τα χαλιά σας, χειροποίητα, μηχανής, μοκέτες,κιλίμια η φλοκάτες αποτελούν για μας μοναδικά κομμάτια στα οποία δείχνουμε ιδιαίτερη προσοχή με τη φροντίδα και το μεράκι της δουλειάς μας.
Με ειδικές μεθόδους καθαρισμού και ανάλογα με την κατάστασή του κάθε χαλιού, εφαρμόζουμε ειδικές μεθόδους αναζωογόνησης των χρωμάτων και του πέλους του που φτάνουν στους κόμπους ύφανσης.
Γι αυτό επιμένουμε και συνιστούμε να μην καθαρίζονται τα χαλιά επί τόπου.
Πρέπει οπωσδήποτε μία φορά το χρόνο να καθαρίζονται ολοκληρωμένα και σε βάθος, ώστε να δείχνουν σα καινούρια.
Στράγγισμα - Στέγνωμα
Όλο το μυστικό διατήρησης του καθαρισμού των χαλιών σας, βρίσκεται στο στράγγισμα και το στέγνωμα.
Αμέσως μετά τον καθαρισμό, το πλύσιμο, την απολύμανση και το στράγγισμα που γίνεται με ειδική μέθοδο, στεγνώνουμε τα χαλιά σας σε ειδικά μελετημένους χώρους, μακριά από τον ήλιο.Έτσι πετυχαίνουμε άριστα αποτελέσματα ποιότητας και το χαλί σας είναι έτοιμο για φύλαξη.
ΦΥΛΑΞΗ
Αφού το χαλί σας τυλιχτεί σωστά και τοποθετηθεί στο προστατευτικό κάλυμμα, φυλάσσεται για όσο καιρό επιθυμείτε σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους με κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και αέρα.
Έτσι το χαλί σας διατηρείται καθαρό ώστε με την επιστροφή του και το στρώσιμο να χαρείτε την ποιότητα καθαρισμού που μόνον εμείς σας προσφέρουμε.
ΑRISTON δίπλα στις ανάγκες σας με κάθε ασφάλεια που επιβάλλει η εποχή που διανύουμε. Επωφεληθείτε από τις προσφορές μας και κλείστε το ραντεβού σας στα τηλέφωνα 210-2842550/551. Το έμπειρο προσωπικό μας είναι στη διάθεσή σας για να σας εξυπηρετήσει με σεβασμό και ασφάλεια
τηλέφωνα 210-2842550/551.
https://aristoncarpets.webnode.gr
Ρωμαϊκή περίοδος

Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, το Βυζάντιο απολάμβανε αρχικά προνόμια ελεύθερης πόλης, καθώς διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στους αγώνες εναντίον των Θρακών. Ενδεικτικά, ο Κλαύδιος εκχώρησε πενταετή ατέλεια[17], ενώ όπως παραδίδεται από τις επιστολές του Πλίνιου του νεότερου, ο Τραϊανός κατάργησε στην περίπτωση του Βυζαντίου εισφορές για την αυτοκρατορική λατρεία[18]. Ωστόσο, τα προνόμια αυτά καταργήθηκαν επί αυτοκρατορίας του Βεσπασιανού, ο οποίος υποβίβασε το Βυζάντιο στο επίπεδο μιας κοινής ρωμαϊκής επαρχίας. Στα τέλη του 2ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (β. 193-211) και του διεκδικητή του θρόνου Πεσκένιου Νίγηρα, το Βυζάντιο τάχθηκε στο πλευρό του τελευταίου. Ο Σεβήρος προέβη σε συστηματική πολιορκία της πόλης, την οποία τελικά κατέλαβε το 196. Χρειάστηκε τριετής μάχη που συνοδεύτηκε από ολοσχερή καταστροφή, σκληρή τιμωρία των κατοίκων, αλλά και διοικητική υποβάθμιση του Βυζαντίου, αφού παραχωρήθηκε στην Πέρινθο[19]. Καθώς η θέση του Βυζαντίου ήταν εμφανώς στρατηγικής σημασίας, ο Σεβήρος προέβη αργότερα σε εκτεταμένη ανοικοδόμηση της πόλης, η οποία ολοκληρώθηκε από το γιο του Αντωνίνο, υψώνοντας νέα τείχη που διπλασίασαν την έκτασή της[20], ενώ εκχώρησε επίσης προνόμια που ο ίδιος είχε παλαιότερα αφαιρέσει. Μεταξύ των σημαντικότερων κτισμάτων συγκαταλέγονται τα λουτρά στο ιερό του ναού του Διός, που ονομάστηκαν «Ζεύξιππον», θέατρο και ιπποδρόμιο, ενώ ανακαινίστηκε και το λεγόμενο «Στρατήγιον» . Την ίδια περίοδο, η πόλη έλαβε προσωρινά την ονομασία Augusta Antonina (Αυγούστα Αντονίνα), προς τιμή του γιου τού Σεβήρου.
Το Βυζάντιο έζησε μια νέα καταστροφή, όταν ο Γαλλιηνός (β. 254-268) κατέστρεψε τις οχυρώσεις της, οι οποίες αργότερα κτίστηκαν εκ νέου από τον Διοκλητιανό. Την εποχή αυτή, οι συχνές επιδρομές φυλών, κυρίων των Γότθων, έφεραν το Βυζάντιο αρκετές φορές σε θέση άμυνας, χωρίς ωστόσο να υποστεί σημαντικό πλήγμα. Εκεί κατέφυγε ο Λικίνιος μετά την ήττα του από τον Κωνσταντίνο Α' στη Χρυσούπολη. Ο τελευταίος τον καταδίωξε αναγκάζοντάς τον τελικά να παραδοθεί. Προέβη σε πολιορκία της πόλης, την οποία κατέλαβε το Σεπτέμβριο του 324. Φαίνεται πως ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε τα σημαντικά πλεονεκτήματα της θέσης του Βυζαντίου, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσα του, που ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη.

pizza zeakis
Για μας η καλύτερη και αμεσότερη εξυπηρέτηση σας ήταν στόχος που επετεύχθη με τη δημιουργία του e-delivery pizza zeakis
.
Η mobile εφαρμογή μας είναι στη διάθεση όσων μας αγάπησαν από το 2012 μέχρι και σήμερα και μας στηρίζουν συνεχώς καθώς και για όσους θέλουν να μας γνωρίσουν δοκιμάζοντας αυθεντικές ιταλικές χειροποίητες γεύσεις.
Αν λοιπόν πεθυμήσατε μία πίτσα σπιτική με αγνά υλικά άριστης ποιότητας και πολύ μεράκι τότε το μόνο που έχετε να κάνετε είναι ένα κλικ στην εφαρμογή του "home food delivery pizza By zeakhs", να δείτε τις αυθεντικές ιταλικές δημιουργίες μας, να φτιάξετε τη δικιά σας παραγγελία, να πατήσετε αποστολή και να γευτείτε απλά και γρήγορα στο χώρο σας τις εκλεκτές μας γεύσεις
Food Delivery pizza zeakis
- Αχαρνές ( Μενίδι )
Εθνικής Αντιστάσεως 65, Αχαρνές ( Μενίδι )
ΤΗΛ 2120008090
Ωράριο Παράδοσης:17:50 - 00:00
Ωράριο Παραλαβής:17:50 - 00:00
https://www.pizzazeakhs.com/
Νομισματικές κοπές

Αν και για μικρό χρονικό διάστημα, στο Βυζάντιο είχε δημιουργηθεί σταθμητικός κανόνας βασισμένος σε νομίσματα από σίδηρο, με στόχο να δημιουργηθεί μία νομισματική μονάδα που θα εξυπηρετούσε τις εμπορικές συναλλαγές. Αρκετά αρχαία νομίσματα έχουν διασωθεί.
Μια αργυρή δραχμή από την Βαβυλώνα της εποχής του 4ου αι. π.Χ. φέρει την επιγραφή ΒΥ[ΖΑΝΤΙΩΝ] και απεικονίζει έναν ταύρο σε άποψη από τα αριστερά που στέκει όρθιος επάνω σε ένα δελφίνι και έχει σηκωμένο το δεξιό μπροστινό πόδι. Η πίσω όψη απεικονίζει τέσσερις φτερούγες ανεμόμυλου που σχηματίζουν έναν σταυρό. Το νόμισμα έχει διάμετρο 19 χιλ. και ζυγίζει 5,30 γραμ.[21] Ένα αργυρό τετράδραχμο από την Φοινίκη της εποχής του 4ου-3ου αι. π.Χ. φέρει την επιγραφή ΒΥ και απεικονίζει έναν ταύρο σε άποψη από τα αριστερά που στέκει όρθιος επάνω σε ένα δελφίνι και έχει σηκωμένο το δεξιό μπροστινό πόδι. Στο πλάι αριστερά το γράμμα Ρ. Η πίσω όψη απεικονίζει τέσσερις φτερούγες ανεμόμυλου που σχηματίζουν έναν σταυρό. Το νόμισμα έχει διάμετρο 24 χιλ. και ζυγίζει 14,84 γραμ.. Η απεικόνιση ταύρου ή αγελάδας στον εμπροσθότυπο ήταν γενικά συνήθης κατά τους κλασικούς χρόνους, ενώ αργότερα, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, έκαναν την εμφάνισή τους μορφές θεοτήτων. Σε μικρό αριθμό νομισμάτων εικονίστηκε και ο Βύζας.
ΕΛΑΣΤΙΚΑ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ΗΛΙΑΣ
H επιχείρηση ιδρύθηκε το 2005. Από τότε προσφέρει στην αγορά καταξιωμένα και ποιοτικά προϊoντα
Ελαστικά
Ζάντες
Αξεσουάρ
(τάσια, λαμπτήρες, led, προσθήκες, λεβιέ, καλύμματα, κ.τ.λ.)
Άζωτο
Ευθυγράμμιση
Αμορτισέρ
Ελατήρια
Τα προϊόντα απευθύνονται σε επιβατικά, 4x4, SUV, μικρά επαγγελματικά οχήματα & ΜΟΤΟ. Οι υπηρεσίες που παρέχονται είναι:
Εμπορία & Service Ελαστικών
Ζυγοστάθμιση
Επισκευή Ζαντών (πρεσαρισμα -τορνίρισμα - κολλήσεις)
Με γνώμονα την σωστή εξυπηρέτηση και το συμφέρον του πελάτη, προσφέρεται:
Γραπτή εγγύηση Προϊόντων
Συμβουλές και Οδηγίες Σωστής Επιλογής και Χρήσης Προϊόντων
Ανταγωνιστικές Τιμές
Συνέπεια και Επαγγελματική Αντιμετώπιση
Σταθμό επαγγελματικής πορείας αποτελεί η συνεργασία με τα ελαστικά BRIDGESTONE-CONTINENTAL-VREDESTEIN, που συνδυάζουν την κορυφαία τεχνολογία, το πρωτοποριακό design & την φουτουριστική αισθητική.
Με στόχο το αξιόπιστο service, την οικονομία χρόνου, & την άψογη εφαρμογή των τροχών, για να απολαμβάνετε την μέγιστη οδηγική άνεση, είμαστε εξοπλισμένοι με υπεραυτόματα μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας.
ΠΑΡΝΗΘΟΣ 195, ΑΧΑΡΝΕΣ, ΑΘΗΝΑ
ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 2102447877
https://www.hatzigeorgiou.co.gr/
Βυζαντινή Αυτοκρατορία

H Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αναφερόμενη και ως Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Ρωμανία, ή απλά Βυζάντιο, αλλά και ως Αυτοκρατορία των Ελλήνων, ήταν αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, συνέχεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τα χρονικά όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ξεκινούν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 330 και φτάνουν ως την τελική της πτώση, την Άλωση από τους Οθωμανούς, στις 29 Μαΐου 1453.[2] Τα όριά της μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής άλλαξαν πολλές φορές αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιελάμβαναν τα Βαλκάνια, την Ιταλική χερσόνησο, τη Μικρά Ασία, τη Συρία και Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη σημερινή Τυνησία καθώς και μικρό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου και της Κριμαίας.
Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γεννήθηκε το «εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής» με κύριο μέλημα την ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Επί της δυναστείας του Ηρακλείου μεταμορφώθηκε στην «εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής» και τέλος, κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον βενετσιάνικο στόλο και τους Λατίνους Σταυροφόρους, γεννήθηκε η «ελληνική βυζαντινή-ρωμαϊκή αυτοκρατορία» . Ωστόσο, με τον όρο Έλληνες εννοούταν το Βυζάντιο ήδη από τα χρόνια του Βασιλέα Όθωνος του Α'.[4]
Πρόκειται για μία νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας που διαμορφώθηκε κάτω από την κυρίαρχη επιρροή του ελληνικού πολιτισμού και παραδόσεων και της ελληνικής γλώσσας, με μετάθεση του πολιτικού κέντρου του κράτους στην εξελληνισμένη Ανατολή, της χριστιανικής πίστης και της ρωμαϊκής πολιτικής θεωρίας. Οι διαφορές δημιουργούνταν μόνο με βάση το μερίδιο που διατηρούσαν οι τρεις αυτοί παράγοντες στη συσπείρωση της αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια της ακατάπαυστης και αγωνιώδους προσπάθειας επιβίωσής της.
Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος (4ος αι.-6ος αι.)
Το 293, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός εισήγαγε ένα νέο σύστημα διοίκησης της αυτοκρατορίας, την τετραρχία, με το οποίο διαμοιραζόταν η αυτοκρατορική εξουσία σε τέσσερις συναυτοκράτορες, ο καθένας από τους οποίους διοικούσε μία μεγάλη γεωγραφική και διοικητική περιφέρεια, που ονομαζόταν υπαρχία. Στο κάθε τμήμα κυβερνούσε ένας καίσαρας και ένας αύγουστος. Συγκεκριμένα, στο ανατολικό τμήμα κυβερνούσε ο Διοκλητιανός Αύγουστος μαζί με τον καίσαρα Γαλέριο ενώ αντίθετα στο δυτικό κυβερνούσαν ο Κωνστάντιος Χλωρός καίσαρας και ο Μαξιμιανός Αύγουστος. Διαμάχες ξέσπασαν ανάμεσα στους διαδόχους του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού.Ο γιος του Κωνστάντιου Χλωρού Κωνσταντίνος, αφού νίκησε τον Μαξέντιο έξω από τη Ρώμη το 312, κυριαρχεί στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας μαζί με τον Λικίνιο στο ανατολικό. Μαζί με τον Λικίνιο εκδίδουν το διάταγμα των Μεδιολάνων (313), το οποίο θέσπιζε την ανεξιθρησκία. Με αυτό, σταμάτησαν οι διωγμοί των χριστιανών και αναγνωρίστηκε ο χριστιανισμός ως θρησκεία. Τέλος ο Κωνσταντίνος νικά τον Λικίνιο το 324 και γίνεται μονοκράτορας. Ο, μονοκράτορας πλέον, Κωνσταντίνος ιδρύει ένα νέο διοικητικό κέντρο στην ανατολή μεταφέροντας την πρωτεύουσα από τη Ρώμη στο Βυζάντιο,που μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπολη. Τα εγκαίνια της νέας πόλης έγιναν στις 11 Μαΐου 330. Επίσης διακρίνει την πολιτική από την στρατιωτική εξουσία στη διοίκηση των επαρχιών. Κόβει σταθερό χρυσό νόμισμα (solidus) και δείχνει ευνοϊκή μεταχείριση και ενισχύει τον Χριστιανισμό. Το 325 συγκαλεί ο ίδιος την Α' Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια της Βιθυνίας, για την ειρήνευση της Εκκλησίας. Οι λόγοι μεταφοράς της πρωτεύουσας ήταν τρεις. Πρώτον, το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας διέθετε ακμαίο πληθυσμό και οικονομία. Δεύτερον, η γεωγραφική θέση της Κωνσταντινούπολης ήταν ιδανική, αφού είχε φυσική οχύρωση και ήταν κοντά στα σημεία των συγκρούσεων με τους Πέρσες στην ανατολή και με τα γερμανικά φύλα-Γότθους στον Βορρά, στο σύνορο του Δούναβη.
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αποτελεί ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο: ο Κωνσταντίνος αναγνωρίζεται ως ο πρώτος αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χωρίς όμως να είναι και ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ενώ η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι η μόνη αυτοκρατορία, που δεν κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης ως προϊόν στρατιωτικών επιτυχιών, αλλά ήταν αποτέλεσμα των εξελίξεων στον ρωμαϊκό κόσμο.
Το 395 ο Θεοδόσιος Α' διαίρεσε και πάλι την αυτοκρατορία: το ανατολικό τμήμα που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ανατολής και Ιλλυρικού δόθηκε στον 17χρονο γιο του Αρκάδιο και το δυτικό που περιλάμβανε τις υπαρχίες Ιταλίας-Αφρικής και Γαλατίας στον 11χρονο γιο του Ονώριο. Η διαίρεση αυτή αποδείχθηκε οριστική, καθώς τα δύο τμήματα δεν επρόκειτο ποτέ πια να ενωθούν σε ένα σύνολο, με εξαίρεση την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού.
Έτσι μοιρασμένη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε ως τα τέλη του 5ου αι. τις επιθέσεις γερμανικών και άλλων φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη από τον 3ο αιώνα να εισδύουν στην Ευρώπη. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας. Το έτος 476 σημαδεύει την οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, ενώ η οικονομικά ισχυρότερη Ανατολή γνώριζε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, εσωτερικής και εξωτερικής.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία στη μεγαλύτερη έκτασή της, επί ΙουστινιανούΗ έκταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σε ολόκληρη την ιστορία της (animation)
Ως συνέχεια της ρωμαϊκής, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κληρονόμησε τον γεωγραφικό της χώρο και η προσπάθεια για την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας στα παλαιά της σύνορα παρέμεινε θεμελιώδης αξία της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ' αυτήν ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της, διαίρεσε πολλές φορές τον πολιτικό κόσμο και τον λαό του Βυζαντίου και προσανατόλισε τη βυζαντινή διπλωματία.
Μεγάλη προσπάθεια για να ανακτηθούν τα χαμένα εδάφη κατέβαλε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565). Η εξωτερική πολιτική του ήταν σύμφωνη με τη ρωμαϊκή παράδοση και πολύ φιλόδοξη, αλλά ξεπερνούσε τις δυνατότητες του κράτους. Αν και η αυτοκρατορία, μετά την ανάκτηση δυτικών περιοχών, περιελάμβανε πλέον την παλαιά υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής καθώς και ένα μικρό τμήμα στα νότια της Ιβηρικής χερσονήσου, οι πόλεμοί του σε Δύση και Ανατολή απογύμνωσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες από στρατεύματα και άδειασαν τα κρατικά ταμεία. Η κατάσταση αυτή εξασθένισε τη διεθνή θέση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και είχε ολέθριες επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητα του κράτους επί των διαδόχων του.
Μεσοβυζαντινή περίοδος
Κύριο λήμμα: Μεσοβυζαντινή περίοδος
Στη λεγόμενη «Μεσοβυζαντινή περίοδο», κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, οι εγκαταστάσεις των εχθρών στα βυζαντινά εδάφη αλλάζουν και πάλι τη γεωγραφική όψη της αυτοκρατορίας. Οι Λογγοβάρδοι εισβάλλουν και εγκαθίστανται στη βόρεια Ιταλία και οι Σλάβοι στη βορειοδυτική και βόρεια βαλκανική περιοχή. Το κράτος υφίσταται πολύ βαριές εδαφικές απώλειες και το έτος 642, με την αποχώρηση του στόλου της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Αλεξάνδρεια, οριστικοποιείται η απώλεια των πέρα από τη Μικρά Ασία ανατολικών επαρχιών, της ελληνιστικής Ανατολής, κάτω από την πίεση της κατακτητικής ορμής των Αράβων που αποσπούν τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τις βορειοαφρικανικές περιοχές της αυτοκρατορίας. Επίσης, στα τέλη του 7ου αιώνα εγκαθίστανται μόνιμα, νοτίως του Δούναβη, οι Βούλγαροι.
Οι αμφίρροποι αγώνες του 8ου και του 9ου αιώνα έφεραν ελάχιστες μόνο αλλαγές στην εδαφική όψη του κράτους, όμως επί Μακεδονικής δυναστείας, στα χρόνια των τελευταίων Μακεδόνων, η αυτοκρατορία πέτυχε σημαντικές επεκτάσεις και στην Ανατολή και στη Δύση. Πρώτα ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β´ Φωκάς (963-969 μ.Χ) που κατέλαβε την Κρήτη και την Κύπρο. Έπειτα ο Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής (969-976), που κατάφερε να απωθήσει τους Ρως του Κιέβου μέχρι τον Δούναβη και με τα στρατεύματα του κατάφερε να νικήσει τους Άραβες. Τον Τσιμισκή διαδέχτηκε ο περίφημος Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος (976-1025) ο οποίος κατάφερε να νικήσει τους επαναστάτες Βάρδα Σκληρό και Φωκά. Ο ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός αναφέρει πως οι Βυζαντινοί, για να χωρέσουν τον χρυσόπου συγκεντρώθηκε επί Βασιλείου, έσκαψαν μεγαλύτερες στοές στο θησαυροφυλάκιο. Ασχολήθηκε και με τα εξωτερικά θέματα, αν και ηττήθηκε από τους Βούλγαρους στην αρχή, κατάφερε να νικήσει τους Γερμανούς (Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία) στη μάχη του Μπάρι (987) και της Ρώμης (989) και έτσι τα Παπικά Κράτη έγιναν υποτελή στο Βυζάντιο. Επίσης κατάφερε να καταλάβει την Κριμαία (990). Έπειτα, μετά από αρκετές νίκες εναντίον των Βουλγάρων την περίοδο 990-994, έμαθε πως ο διοικητής Βούρτζης έχασε μία μάχη εναντίον των Αράβων στην Αντιόχεια και έσπευσε να βοηθήσει. Εν τω μεταξύ στα Βαλκάνια οι Βούλγαροι εκμεταλλεύτηκαν την απουσία του Βασιλείου και λεηλάτησαν όλη την Ελλάδα μέχρι την Αθήνα αλλά απέτυχαν να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη. Έτσι ο στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός τους διέλυσε στη μάχη του Σπερχειού και ανέκτησε σχεδόν όλη την Ελλάδα. Ο Βασίλειος επέστρεψε στα Βαλκάνια για να νικήσει τους Βούλγαρους όπου και μετά από 18 συνεχόμενα χρόνια πολέμου το κάνει, το 1018. Έτσι κατάφερε να εδραιώσει μια κοσμοκρατορία οι οποία αποτελούνταν από την Νότια Ιταλία μέχρι τη Ρώμη που ήταν υποτελείς στο Βυζάντιο, τα Βαλκάνια μέχρι τον ποταμό Δούναβη, την Ελλάδα, την Μικρά Ασία, Καύκασο, Αρμενία, Γεωργία. Όμως 35 χρόνια μετά τον θάνατο του πολλά από αυτά τα εδάφη χάθηκαν. Επίσης εκχριστιάνισε τους Ρώσους.
Υστεροβυζαντινή περίοδος
Οι εδαφικές κατακτήσεις επί Μακεδονικής δυναστείας διατηρήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά από τον 11ο αιώνα άρχισε η συρρίκνωση. Το 1071 ο βυζαντινός στρατός υπέστη μεγάλη ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ και σε ελάχιστο χρόνο το Βυζάντιο έχασε το μεγαλύτερο μέρος της Μικρας Ασίας. Το ίδιο έτος καταλήφθηκε η Βάρη (Μπάρι), το τελευταίο βυζαντινό έρεισμα στην Ιταλία, από τους Νορμανδούς. Η ήττα στο Μαντζικέρτ έβλαψε κυρίως το γόητρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς διέψευσε τη φήμη της πανίσχυρης και κραταιάς Αυτοκρατορίας, με τον Αυτοκράτορα αιχμάλωτο και με το πολιτικο-στρατιωτικό χάος που ακολούθησε,[9][10] αποτέλεσε τη «θανάσιμη στιγμή της Μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας»[11]. Η επακόλουθη απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας, η οποία αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της Αυτοκρατορίας, ήταν ένα ισχυρό χτύπημα για την αυτοκρατορία. Η Αρμενία και η Καππαδοκία, οι επαρχίες από τις οποίες είχαν προέλθει πολλοί αυτοκράτορες και πολεμιστές, χάθηκαν οριστικά.
Περιορισμένη εδαφικά, η αυτοκρατορία γνώρισε μια σύντομη ανάκαμψη υπό τη δυναστεία των Κομνηνών (1081-1185)[12] οι οποίοι αντιμετώπισαν τον ερχομό των Σταυροφόρων της Α΄ και Β΄ Σταυροφορίας. Στα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180) η αυτοκρατορία διέθετε οικονομική ευρωστία, αξιόλογη στρατιωτική ισχύ, ενώ ανέπτυξε και σημαντική πολιτιστική δραστηριότητα, τόσο ώστε να θεωρείται ότι στα χρόνια αυτά η αναγέννηση των Κομνηνών έφθασε στο ιστορικό της ζενίθ
Η ανάμιξη των δυνάμεων της Δ' Σταυροφορίας στις έριδες μελών της δυναστείας των Αγγέλων οδήγησε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204.
Τα εδάφη της αυτοκρατορίας διαμοιράστηκαν ανάμεσα στις σταυροφορικές δυνάμεις, η Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον η έδρα μιας λατινικής αυτοκρατορίας και ιδρύθηκαν πολλά λατινικά κρατίδια. Η βυζαντινή εξουσία, όμως, συνεχίστηκε να ασκείται σε τρία κράτη: την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το δεσποτάτο της Ηπείρου και την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Τα δύο τελευταία βρίσκονταν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους εν όψει της ανακατάληψης της Κωνσταντινούπολης. Το 1261 ο στρατηγός της αυτοκρατορίας της Νίκαιας Αλέξανδρος Στρατηγόπουλος βρήκε αφύλαχτη και ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη εν ονόματι του Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγου. Έτσι, η ενότητα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χάθηκε και η ισχύς του Βυζαντινού κράτους δεν επανήλθε ποτέ στα επίπεδα της περιόδου των Κομνηνών.
Το λεγόμενο «βασιλικό φλάμουλο» επί Παλαιολόγων, στα μέσα του 14ου αιώνος, όπως περιγράφεται από τον ψευδο-Κωδινό και τον ισπανικό άτλαντα Conoscimento de todos los reinos.[14][15]
Η περίοδος των Παλαιολόγων (1258-1453) που ακολούθησε, χαρακτηριζόταν από αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής εκτάσεως της αυτοκρατορίας, που οφειλόταν στους εμφυλίους του 14ου αιώνα και στις κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων, πρώτα στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στη χερσόνησο του Αίμου. Την ίδια περίοδο, σε πολλές περιοχές συνεχίστηκε η λατινοκρατία, ενώ στην Ήπειρο και στην Τραπεζούντα, διατηρήθηκαν ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη κράτη.
Στις αρχές του 14ου αιώνα, το Βυζάντιο είχε χάσει τη Μικρά Ασία, στα μέσα του ίδιου αιώνα περιορίστηκε στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη και στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή της Πόλης και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του Αιγαίου και στο λεγόμενο Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι τελευταίοι αυτοκράτορες είχαν στραφεί προς τη δυτική χριστιανοσύνη αναζητώντας συμμάχους. Το 1438 ο Ιωάννης Η' Παλαιολόγος στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας συμφώνησε στην ένωση της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας, απόφαση η οποία δίχασε τους υπηκόους του και την Εκκλησία και δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί, ειδικά μετά την Άλωση (1453). Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς υπό τον Μωάμεθ Β' στις 29 Μαΐου του 1453, ήρθε μετά από μία μακρόχρονη επιθανάτια αγωνία, την οποία ακολούθησε η τελική καταστροφή. Η βυζαντινή αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει και η Πόλη έγινε πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το τελευταίο κατάλοιπο του Βυζαντίου, το Πριγκιπάτο της Θεοδωρούς στη Νότια Κριμαία επιβίωσε μέχρι το 1475, όταν κατελήφθη από τους Οθωμανούς.
Πολιτική θεωρία
Η αυτοκρατορική ιδέα
Η έννοια της αυτοκρατορικής ιδέας προέρχεται από την οικουμενικότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία, έχοντας την πλήρη κυριαρχία σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και κάνοντας τη Μεσόγειο Ρωμαϊκή λίμνη, είχε την παντοδυναμία στον τότε γνωστό κόσμο. Έτσι ο αυτοκράτοράς της θεωρούνταν μοναδικός και αυτοκράτορας όλου του κόσμου. Η Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία αξίωνε να θεωρείται η μόνη οικουμενική αυτοκρατορία, βασίζοντας την αξίωση αυτή επάνω στο γεγονός ότι αποτελούσε την μοναδική οργανική, ιστορική κληρονόμο της αρχαίας Ρώμης. Ο πρώτος δε αυτοκράτορας που έδωσε ιστορική σάρκα στην αυτοκρατορική ιδέα ήταν ο Ιουστινιανός (527-565), αφού επί της βασιλείας του η Μεσόγειος έγινε βυζαντινή λίμνη (βλ. χάρτη) και τα εδάφη της αρχαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επανακτήθηκαν σε ικανό βαθμό. Η αξίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας να θεωρείται ως η μόνη παγκόσμια αυτοκρατορία επεβίωσε ακόμα και στην περίοδο κατά την οποία είχε χάσει πλέον την έκταση και τη δύναμη που κατείχε στα χρόνια της ακμής της, τουλάχιστον μέχρι τη διάλυσή της από την φράγκικη προέλαση και τη συνακόλουθη κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης του 1204. Στο Ρωμαϊκό κράτος της Χριστιανικής ανατολής ο αυτοκράτοράς του ήταν ο εκλεκτός του Θεού και ηγέτης όλων των υπολοίπων κρατών. Ο στόχος τόσο του ιδίου όσο και ο ύψιστος στόχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν η οικουμενικότητα. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προσπάθησε να διατηρήσει και να ανακαταλάβει τις χαμένες περιοχές τού τόσο πρόωρα καταλυμένου Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (πολιτική της Renovatio (Ανανέωσης) ή της Reconquista (Ανάκτησης)).[18] Ήταν άλλωστε θεσμοθετημένο με νομική διάταξη (συγκεκριμένα δια του νόμου που ονομαζόταν Επαναγωγή) ότι ρόλος του αυτοκράτορα ήταν "η των απολεσθέντων ανάκτησις".
Η ιδεολογία της οικουμενικότητας μεταλλάχτηκε με τα χρόνια, από τον 7ο-8ο αιώνα μ.Χ., δίνοντας τη θέση της στον εθνικισμό, ο οποίος γεννήθηκε στη βάση της αυτονομίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την Καθολική, με αποτέλεσμα ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας να θεωρείται αναμφισβήτητα η μόνη νόμιμη αρχή των Ορθοδόξων και κυρίως των Ελλήνων και να θεωρείται ανώτερη αρχή από τους υπόλοιπους Ορθόδοξους Βασιλείς.
Τέχνη[Επεξεργασία
Κύρια λήμματα: Βυζαντινή τέχνη, Βυζαντινή μουσική και Βυζαντινή αγιογραφία
Οι χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές μορφές της βυζαντινής τέχνης άρχισαν να αναπτύσσονται στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον 4ο αιώνα ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αφενός της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και αφετέρου της ανατολικής επίδρασης και θρησκευτικότητας. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η βυζαντινή τεχνοτροπία χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία μιας αμιγώς θρησκευτικής τέχνης, σκοπός της οποίας δεν είναι τόσο η αναζήτηση του κάλλους και της αρμονίας όσο η εσωτερικότητα, ο συμβολισμός και η υποβολή της θρησκευτικής συγκίνησης. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός μεγάλου νέου καλλιτεχνικού κέντρου για το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας και ειδικότερα ένα κέντρο με έντονα χριστιανικά στοιχεία.
Εικόνα του Ευγγγελισμού από την Αχρίδα, πρώτο τέταρτο του 14ου αιώνα.
Χαρακτηριστική μορφή έκφρασης της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, αποτελεί ένας νέος ρυθμός εκκλησιαστικού ναού, η βασιλική. Η κατασκευή της Αγίας Σοφίας αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο δείγμα, πρότυπο για όλους τους μεταγενέστερους βυζαντινούς ναούς αλλά και σύμβολο εξουσίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στη ζωγραφική, αν και διατηρείται αρχικά η ελληνιστική θεματολογία (τοπία και συμβολικές αναπαραστάσεις), σταδιακά αρχίζουν να διακρίνονται και αυστηρά θρησκευτικά θέματα. Χαρακτηριστικό δείγμα παλαιοχριστιανικής ζωγραφικής αποτελούν οι εικόνες, οι τοιχογραφίες και τα διακοσμητικά ψηφιδωτά διαφόρων ναών. Παράλληλα με την αρχιτεκτονική και την ζωγραφική, αναπτύσσεται και η μικροτεχνία με βάση υλικά όπως το ελεφαντόδοντο, το χρυσάφι ή το ασήμι, αν και δεν διασώζεται σήμερα μεγάλο μέρος δημιουργιών αυτού του είδους. Την περίοδο της εικονομαχίας πολλές εικόνες και τοιχογραφίες καταστρέφονται ή αντικαθίστανται από άλλες, με αποκλειστικά διακοσμητικά θέματα, που περιλαμβάνουν την απεικόνιση ζώων, πτηνών, ή γεωμετρικών μορφών καθώς και σταυρών. Στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, σημαντική άνθηση γνωρίζουν και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα, με μικρογραφίες που διακοσμούν τα θρησκευτικά κυρίως κείμενα.
Την περίοδο της ύφεσης διαδέχεται η μεγάλη ακμή της βυζαντινής τέχνης στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας. Σε αυτή την περίοδο, αναπτύσσεται ιδιαίτερα η αρχιτεκτονική, ενώ επικρατεί ο σταυροειδής με τρούλο ναός, χωρίς να απουσιάζει ωστόσο και ο προγενέστερος τύπος της βασιλικής. Οι εκκλησιαστικοί ναοί διακρίνονται από μεγαλύτερη κομψότητα και είναι λιγότερο λιτοί, χωρίς όμως να αποκλίνουν από τον κυρίως σκοπό της πρόκλησης μίας πνευματικής ανάτασης στους πιστούς. Η γλυπτική τέχνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική και τα περισσότερα έργα που έχουν διασωθεί αποτελούν τμήμα αρχιτεκτονικών κτισμάτων. Τα θέματα των γλυπτών είναι κυρίως γεωμετρικά με έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ σπανιότερα απεικονίζονται και ανθρώπινες μορφές.
Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο οι αρχιτεκτονικοί τύποι δεν διαφοροποιούνται αισθητά από τα παραδείγματα των προγενέστερων εποχών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μεγαλύτερη ποικιλομορφία, η οποία εκδηλώνεται με τη δημιουργία συνδυαστικών τύπων. Επιπλέον, σε ορισμένα μνημεία, αναγνωρίζονται μορφολογικές επιδράσεις της γοτθικής αρχιτεκτονικής που οφείλονται κυρίως στην επιρροή των Φράγκων, με χαρακτηριστικότερο στοιχείο τις οξυκόρυφες αψίδες. Οι εικονογραφίες της εποχής ακολουθούν τα πρότυπα της μεσοβυζαντινής εποχής, ενώ παράλληλα εμπλουτίζονται προοδευτικά με θέματα από την παιδική ηλικία και τα πάθη του Χριστού ή το βίο της Παναγίας. Στη ζωγραφική αυτής περιόδου, εμφανίζονται πιο έντονα φυσιοκρατικά στοιχεία, ενώ αρκετοί καλλιτέχνες επιδιώκουν σταδιακά μία περισσότερο υποκειμενική απόδοση των παραδοσιακών θεμάτων που αναπτύσσουν, με αποτέλεσμα να τονίζονται οι εκφράσεις των προσώπων ή οι κινήσεις των μορφών που απεικονίζονται. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο η τέχνη της φορητής εικόνας φτάνει στη μεγαλύτερή της ακμή, με πολλές εικόνες να σώζονται μέχρι σήμερα. Η Δυναστεία των Παλαιολόγων που ξεκινά το 1259, αποτελεί ίσως την τελευταία άνθηση της βυζαντινής τέχνης, κυρίως διότι κατά αυτή την περίοδο εντείνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ βυζαντινών και Ιταλών καλλιτεχνών.
Η βυζαντινή μουσική είναι η μουσική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που μεταφράζεται κι απαρτίζεται αποκλειστικά από ελληνικά κείμενα ως μελωδία[20]. Έλληνες και ξένοι ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτές οι μελωδίες, οι εκκλησιαστικοί ήχοι και γενικά το όλο σύστημα της βυζαντινής μουσικής, συνδέεται στενά με το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα. Οι αρχές της χρονολογούνται από ορισμένους μελετητές στον 4ο αιώνα μ.Χ, λίγο μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη από το Μέγα Κωνσταντίνο. Η βυζαντινή μουσική που διασώζεται είναι στο σύνολο της εκκλησιαστική, με εξαίρεση κάποιους αυτοκρατορικούς ύμνους, που και αυτοί έχουν θρησκευτικά στοιχεία. Το βυζαντινό άσμα ήταν μονωδικό, σε ελεύθερο ρυθμό, και προσπάθησε συχνά να απεικονίσει μελωδικά την έννοια των λέξεων. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ελληνική. Ο βυζαντινός ύμνος, του οποίου υπήρξαν τρεις τύποι, ήταν η μέγιστη έκφανση αυτού του μουσικού είδους.
Θέματα βυζαντινής ιστοριογραφίας
Δείτε επίσης: Ονομασίες των Ελλήνων
Ο όρος «βυζαντινός» είναι ένας νεολογισμός που εισήγαγε το 1562 ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), τότε βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών Fugger στην Αυγούστα (Augsburg). Ο Βολφ, ο οποίος επέδειξε μεγάλο ζήλο τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για τους κλασικούς συγγραφείς, είδε τη βυζαντινή ιστορία ως ένα ιδιαίτερο και ανεξάρτητο τμήμα της γενικής ιστορίας και συνέλαβε την ιδέα ενός Corpus Historiae Byzantinae (Σώμα βυζαντινής ιστορίας) που θα περιλάμβανε έργα Βυζαντινών ιστορικών από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Κατόπιν, τον όρο «βυζαντινός» καθιέρωσε ένας πολύ σημαντικός Γάλλος λόγιος και εκδότης, ο Ιησουίτης Φίλιππος Λαμπέ, 1607-1667, ο οποίος προλόγισε το δικό του σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις: "De Byzantinae historiae scriptoribus...". Όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος αυτής της συλλογής, δημοσίευσε μια έκκληση προς όλους τους λάτρεις της βυζαντινής Ιστορίας, με την οποία τόνιζε τη σημασία της ιστορίας της Ανατολικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας «της τόσο εκπληκτικής σε γεγονότα, τόσο δελεαστικής σε ποικιλία και τόσο αξιόλογης για την μακραίωνή της διάρκεια». Στα 1680 ο Γάλλος ιστορικός, φιλόλογος, αρχαιολόγος, νομισματολόγος και εκδότης Κάρολος Δουκάγγιος χρησιμοποίησε τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο Historia Byzantina, που πραγματευόταν την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης.[23]
Η προέλευση αυτής της ονομασίας αυτής βρίσκεται στο ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, της αρχαίας πόλης της νοτιοανατολικής Θράκης στο Βόσπορο, που είχε ιδρυθεί το 659 π.Χ. από ομάδα Μεγαρέων αποικιστών με αρχηγό το Βύζαντα, στον οποίο η πολη όφειλε και την ονομασία της. Οι αρχαΐζοντες Βυζαντινοί συγγραφείς συχνά ονομάζουν Βυζάντιο την Κωνσταντινούπολη, όνομα που τελικά κατέληξε να δηλώνει το σύνολο του κράτους. Η επέκταση αυτή της σημασίας του όρου «Βυζάντιο», δείχνει και τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης.
Η ορολογία αυτή, ωστόσο, δε χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια ύπαρξης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι κάτοικοί της ονόμαζαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους, το κράτος τους ονομαζόταν «Ρωμανία», «Ρωμαΐς», «Ρωμαίων κράτος» ή «Ρωμαίων πολιτεία»[εκκρεμεί παραπομπή], ο εκάστοτε αυτοκράτορας Βασιλεύς Ρωμαίων, ενώ η πρωτεύουσά τους ήταν γνωστή και ως Νέα Ρώμη.[24]
Οριοθέτηση της βυζαντινής περιόδου
Κάθε χρονική τομή και κάθε χρονικός περιορισμός της ιστορικής εξέλιξης, που στην πραγματικότητα είναι αδιάκοπη, αποτελούν συμβατικές οροθεσίες οι οποίες δεν βρίσκουν πάντα σύμφωνους όλους τους ερευνητές. Έτσι και τα χρονικά όρια που έχουν γίνει αποδεκτά για τη βυζαντινή ιστορία είναι συμβατικά, βοηθούν όμως στην κατανόηση της σημασίας παραγόντων και γεγονότων, στους οποίους βασίζονται οι διάφορες αντιμαχόμενες θέσεις.
Αν και όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι η Βυζαντινή ιστορία τελειώνει με την πτώση της Πόλης το 1453, συχνά θεωρήθηκε ως αφετηρία για τη βυζαντινή χρονολογία ο θρίαμβος του Χριστιανισμού το 392, όταν δηλαδή ο Θεοδόσιος Α' έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες. Αν όμως λάβουμε υπόψη ότι η αρχαία θρησκεία επέζησε τουλάχιστον ως την εποχή του Ιουστινιανού και κατόπιν αντικαταστάθηκε από την εθνική θρησκεία των λαών που εγκαταστάθηκαν στα βυζαντινά εδάφη, βλέπουμε ότι η χρονολογία αυτή έχει δυσκολίες ως προς την εδραίωσή της. Κείμενα του 10ου αι. αναφέρουν μη χριστιανούς σλαβικής καταγωγής εγκατεστημένους στη βυζαντινή Ελλάδα, οργανωμένους σε αυτόνομες κοινότητες, υπό τοπικούς αρχηγούς της ίδιας εθνικής προελεύσεως και σχεδόν ανεξάρτητους από την αυτοκρατορική επαρχιακή διοίκηση της περιοχής. Μάλιστα, συχνά αποτέλεσαν επικίνδυνες εστίες εξεγέρσεως κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας, κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και στην Πελοπόννησο.
Άλλοι ιστορικοί, θεωρούν αρχή της ιστορίας του Βυζαντίου την εποχή που ακολουθεί το θάνατο του Θεοδοσίου (395)· το κράτος διαιρείται σε ανατολικό και δυτικό. Κατά τον ίδιο τρόπο, αναζητείται σταθερό ορόσημο στη διάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους· καταλληλότερη το 476, χρονολογία όπου η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μένει μόνη της. Άλλοι τοποθετούν την αρχή της ιστορίας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στα 610, όταν ανεβαίνει στο θρόνο ο Ηράκλειος, άλλοι στα 717, όταν ανεβαίνει στην εξουσία η δυναστεία των Ισαύρων και άλλοι στα 284, όταν ο Διοκλητιανός, βάζει τις βάσεις για την οργάνωση του νέου κράτους.
O καθηγητής Άρνολντ Τόινμπι (1889-1975) υποστήριξε ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έσβησε κατά τα τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα και μια νέα αυτοκρατορία αναπτύχθηκε ως απάντηση της χριστιανικής Ανατολής στην απειλή των μουσουλμάνων. Από την άλλη, ο Βρετανός κλασικός φιλόλογος και ιστορικός Τζων Μπάγκνελ Μπιούρυ 1861-1927) αρνήθηκε ότι το Βυζάντιο γνώρισε ποτέ γενέθλια ημέρα. Υποστήριξε ότι «η Βυζαντινή αυτοκρατορία με δική της υπόσταση ουδέποτε υπήρξε, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν έληξε μέχρι το 1453».[25]
Κάθε μία από τις παραπάνω απόψεις, παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Όσοι πάντως πιστεύουν ότι η βυζαντινή ιστορία αρχίζει απ' τη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τη θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης το 324 (ή από τα επίσημα εγκαίνια της το 330), θεωρούν ότι η χρονολογία αυτή εμπεριέχει γεγονότα-ορόσημα για το βυζαντινό κράτος:
α) μετάθεση του κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή,β) ανοχή και αργότερα αναγνώριση της ισοτιμίας του Χριστιανισμού, με τις άλλες θρησκείες,γ) επίδραση των χριστιανικών αρχών στη νομοθεσία και γενικά στις κρατικές εκδηλώσεις,δ) μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους σε σφαίρα επιρροής άλλης γλώσσας, της ελληνικής,ε) πραγματοποίηση μεγάλων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών στην κρατική και κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας.
Βυζάντιο και Δύση
Παρά το γεγονός ότι το Ανατολικό και το Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχαν αποτελέσει μέρη του ίδιου κράτους, της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Λατίνους της Δύσης, υπήρξε μια διαρκής αντιπαράθεση, η οποία κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας κορυφώθηκε με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το έτος 1204. Ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, η αποξένωση και, στη συνέχεια, η αμοιβαία εχθρότητα των δύο κόσμων ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ως συνέπεια, οι Δυτικοί να παρακολουθήσουν με πλήρη σχεδόν αδιαφορία την πτώση της ανατολικής αυτοκρατορίας.
Στην πραγματικότητα, ακόμα και το όνομα της «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», μαρτυρεί μια μακραίωνη έχθρα και υποτίμηση. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί ότι η δυτική ιστοριογραφία, θα επινοούσε το πρωτοφανές όνομα «Βυζάντιο», συσχετίζοντας τη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, απλώς με μια αρχαία ελληνική αποικία, προκειμένου να αποσυνδέσει το ανατολικό τμήμα από την αυτοκρατορική παράδοση[27] και να περιγράψει με τον τρόπο αυτό, την άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μοναδικός κληρονόμος της αυτοκρατορικής Ρώμης.[28] Παρά τις θετικές, αρχικές προσπάθειες κάποιων δυτικών ιστοριογράφων, η μακρά παράδοση αδιαφορίας, έλλειψης κατανόησης και παρεξηγήσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, οδήγησε σε μια νοοτροπία γκετοποίησης της Βυζαντινής ιστοριογραφίας.
Είναι βέβαιο ότι, το πλέον προβεβλημένο γεγονός, ως άξονας διαφοροποίησης των δύο πλευρών είναι το Σχίσμα των δύο εκκλησιών, Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής, όμως, μιλώντας σήμερα για Βυζάντιο και Δυτικό Μεσαίωνα, αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε δύο διακριτά, όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και ιστορικά και πολιτιστικά μεγέθη,[30] τα οποία περιγράφουν, αυτονόητα και φυσικά, δύο διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης με ρίζες ιστορικές. Η μοιρασμένη στα δύο, αυτοκρατορία, από τον Θεοδόσιο Α' το 395, ορίζει και γεωγραφικά, ως ένα βαθμό, τις δύο μεσαιωνικές δυνάμεις.
Στην υπερχιλιόχρονη πορεία του Βυζαντίου, μια σειρά από γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός (δυτικού) μεσαιωνικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά προς το Βυζάντιο. Αυτά ήταν η γλωσσική αποξένωση, η βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση της δυτικής θεολογικής και πολιτικής σκέψης και ο ανταγωνισμός της Δυτικής με την Ανατολική Εκκλησία.
Εθνολογική σύνθεση
Κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορικής πορείας της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα υπερεθνικό, οικουμενικό κράτος που περιελάμβανε όλον τον πολιτισμένο, τότε, μεσογειακό κόσμο. Το μόνο άλλο οργανωμένο κράτος που γνώριζε ήταν η Περσία των Σασσανιδών. Στην τεράστια επικράτειά της, η οποία απλωνόταν σε τρεις ηπείρους, συμβίωναν Έλληνες και εξελληνισμένοι λαοί, αυθεντικοί Ρωμαίοι, Αρμένιοι, Σύροι, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι, υπολείμματα παλαιών μικρασιατικών λαών (Ίσαυροι, Φρύγες, Καππαδόκες), στη Χερσόνησο του Αίμου, καθώς επίσης υπολείμματα νεώτερων εποικισμών Γαλατών και Γότθων. Όλοι αυτοί αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι, στον βαθμό που ήταν αφοσιωμένοι στην Εκκλησία και στον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα.
Ήδη από την ελληνιστική εποχή είχαν εμφανιστεί ισχυρές τάσεις επιγαμίας μεταξύ των μεσογειακών λαών. Π.χ. ο αυτοκράτορας Αρκάδιος ήταν ισπανικής καταγωγής, ενώ αρμενικής καταγωγής ήταν οι στρατηγοί του Ιουστινιανού Ναρσής, Ναρσής Καμσαρακάν και οι αυτοκράτορες Λέων Ε΄, Βασίλειος Α΄, Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής, Ρωμανός Α΄. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Α΄ είχε αίμα αραβικό και ο πατέρας του επικού Διγενή Ακρίτα ήταν προσήλυτος Σαρακηνός.[32] Οι Βυζαντινοί ήταν κοσμοπολίτες και χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις. Δεν είχαν πρόβλημα να δεχθούν τον οποιονδήποτε και παιδιά μικτών γάμων μπορούσαν να κυβερνήσουν την Αυτοκρατορία. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο νεοεισερχόμενος να είναι Χριστιανός και να μιλά ελληνικά.
Βέβαια, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, η εθνολογική σύνθεση του Βυζαντίου δεν συνδέθηκε αποκλειστικά με μία μόνο εθνότητα, γιατί στα σύνορα του υπήρχαν ή προσαρτήθηκαν κατά καιρούς πολλοί διαφορετικοί λαοί, όμως, κορμός της σύνθεσης αυτής ήταν ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, και οι διάφορες εθνότητες απόκτησαν τα κοινά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης και προοδευτικά της ελληνικής γλώσσας, παράγοντες που λειτούργησαν ως ενοποιητικοί. Ειδικά η ελληνική γλώσσα, η οποία ήδη από τον 4ο αιώνα είχε αρχίσει να εκτοπίζει τη λατινική στην Ανατολή, επικράτησε επί Ηρακλείου ως η κατ' εξοχήν επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου. Είχε προηγηθεί η μοιραία αποδυνάμωση του ζωντανού, στρατιωτικής καταγωγής λατινικού πυρήνα των Βαλκανίων από τον Ιουστινιανό, προκειμένου να επανδρώσει τις ανακτημένες και εκγερμανισμένες επαρχίες της Δύσης. Μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί ο προοδευτικός εξελληνισμός όχι μόνο των δομών της Αυτοκρατορίας, αλλά και των προσαρτημένων στα όριά της λαών.
Τον 7ο αιώνα λόγω της απώλειας της Αιγύπτου και της Συρίας, σημειώθηκε ριζική διαφοροποίηση στον χάρτη των εθνοτήτων και το βυζαντινό κράτος περιόρισε την επικράτειά του σε περιοχές όπου το πατροπαράδοτα ελληνικό στοιχείο δέσποζε και αριθμητικά. Όμως δεν έπαψαν να εμφανίζονται νέοι λαοί.
Ταυτότητα: Ελληνισμός και Βυζάντιο
Ως αποτέλεσμα της ενοποιητικής πολιτικής των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και της δημιουργίας μίας συγκεντρωτικής ρωμαϊκής γραφειοκρατίας[33] από τον ύστερο τρίτο μ.Χ. αιώνα οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, ακόμη και στις επαρχίες, είχαν αρχίσει να θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη μιας κοινωνικής και πολιτικής κοινότητας που αποτελούσε συνέχεια της αρχαίας Ρώμης. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην εγκατάλειψη των τοπικών ταυτοτήτων που διέσπαζαν την ενότητα της Ρωμαϊκής πολιτείας, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής.
Το ερώτημα αν ο Βυζαντινός ήταν κάτι περισσότερο από Ρωμαίος πολίτης και Χριστιανός με ελληνική παιδεία, απασχόλησε αρκετά τους Νεοέλληνες ιστορικούς, κυρίως μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, υπό την επίδραση της νεοτερικής ιδεολογίας του εθνικισμού, περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Με τη θεμελιακή εισφορά του «εθνικού» ιστοριογράφου Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, υπέρμαχου της ενότητας της ελληνικής ιστορίας, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρήκε, όχι χωρίς αντιδράσεις, τη θέση της στην ιστοριογραφία του ελληνικού έθνους.
Το πρόβλημα, αν στο σύνολό της η βυζαντινή ιστορία αποτελεί οργανικό μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους, υπήρξε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα,[35] καθώς δεν μπορεί κάποιος να παραγνωρίσει το γεγονός ότι, εξίσου με τον σύγχρονο ελληνισμό, η ιταλική χερσόνησος, οι βαλκανικοί πληθυσμοί και οι σλαβικοί λαοί της βορειοανατολικής Ευρώπης, ο κόσμος της Μικράς Ασίας και του αρμενικού έθνους, αναζητούν την κατανόηση της ιστορικής τους πραγματικότητας στο Βυζάντιο. Ωστόσο, οι περισσότεροι κάτοικοι των εδαφών της αυτοκρατορίας, ιδίως μετά τον 6ο αιώνα, ήταν ελληνόφωνοι, μιλούσαν, δηλαδή, μια μορφή της ελληνικής επηρεασμένης από την εισαγωγή λατινικής προέλευσης όρων,[36] και μέχρι περίπου το 600 μ.Χ. η χρήση της Λατινικής στη διοίκηση είχε περιοριστεί κατά πολύ.[37] Επίσης οι σπουδές της άρχουσας τάξης του Βυζαντίου ήταν εξαρχής ελληνορωμαϊκές (επειδή οι Ρωμαίοι θαύμαζαν τον πλούτο του ελληνικού λεξιλογίου, την τέχνη και τη φιλοσοφία των Ελλήνων) και σύντομα έγιναν κυρίως ελληνικές. Κατά συνέπεια η άρχουσα τάξη ενστερνιζόταν τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η λέξη «Έλλην» ήταν ταυτισμένη τους πρώτους αιώνες με την ειδωλολατρεία και απέφευγαν την αναφορά του εθνικού ονόματος.
Μπορεί να ειπωθεί ότι ο ορθόδοξος χριστιανισμός, η ελληνική γλώσσα και γενικά ο ελληνικός πολιτισμός, με την ταυτόχρονη παρουσία τους, ως φυσική κληρονομιά, στον ελληνικό χώρο, δίνουν το δικαίωμα στη νεώτερη και σύγχρονη Ελλάδα να θεωρούν ισχυρή τη συγγένεια τους με ολόκληρη τη βυζαντινή ιστορία. Πάντως, το γεγονός ότι η αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού βρίσκεται στο Βυζάντιο, αν και είναι για πολλούς ιστορικούς μια πραγματικότητα, για κάποιους άλλους τίθεται υπό αμφισβήτηση τονίζοντας ότι η ελληνικότητα εκδηλώθηκε επισήμως τους 2-3 τελευταίους βυζαντινούς αιώνες,[38] εποχή σταδιακής συρρίκνωσης του Βυζαντίου, και αποχωρισμού των μη ελληνικών περιοχών και πληθυσμών. Αυτό από τους μεν ερμηνεύεται ως ένδειξη ότι προηγουμένως η ελληνικότητα ήταν αμελητέα, ενώ κατ' άλλους ότι σε εκείνη τη φάση πλέον η πολιτεία δεν δεσμευόταν από το πολυεθνικό μωσαϊκό που έπρεπε να συγκρατεί σε συνοχή και μπορούσε να εκδηλώσει ελεύθερα τον ελληνικό χαρακτήρα της.
Βυζαντινή Αυτοκτατορία
Αγία Σοφία (Κωνσταντινούπολη)

Η Αγιά Σοφιά ή Αγια-Σοφιά (λατινικά: Sancta Sophia ή Sancta Sapientia), επισήμως αποκαλούμενη Μέγα Τζαμί της Αγίας Σοφίας[1][2][3] (τουρκικά: Ayasofya-i Kebîr Câmi-i Şerîfi), γνωστή και ως Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας ή απλά, η Μεγάλη Εκκλησία,[4] είναι χριστιανικός ναός, ο οποίος στη συνέχεια μετετράπη σε ισλαμικό τέμενος και αργότερα σε μουσείο. Βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Από το 537 (ο ομώνυμος ναός του 360 που είχε ανεγερθεί στο ίδιο σημείο, απαλλοτριώθηκε προς θεμελίωση του υπάρχοντος)[5] μέχρι το 1453 λειτουργούσε ως βυζαντινός χριστιανικός καθεδρικός ναός της πόλης, με εξαίρεση την περίοδο 1204-1261, κατά την οποία ήταν ρωμαιοκαθολικός ναός. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης μετετράπη σε ισλαμικό τέμενος, ενώ το 1934 σε μουσειακό χώρο (Ayasofya Müzesi). Στις 10 Ιουλίου 2020, ανακοινώθηκε η δεύτερη ιστορικά μετατροπή του σε ισλαμικό τέμενος, από τον πρόεδρο της Τουρκίας. Στο σημείο όπου ανεγέρθηκε η Αγία Σοφία υπήρχε ομώνυμος ναός[5] κτισμένος επί Κωνσταντίνου Α΄ και Κωνσταντίνου Β΄, ο οποίος, όμως, κάηκε κατά τη Στάση του Νίκα (532 μ.Χ.). Ανήκει στις κορυφαίες δημιουργίες της βυζαντινής ναοδομίας, όντας πρωτοποριακού σχεδιασμού και αρχιτεκτονικής συνθέσεως, και υπήρξε σύμβολο της πόλης, τόσο κατά τη βυζαντινή όσο και κατά την οθωμανική περίοδο όσο και σήμερα. Το παρόν κτήριο ξεκίνησε να ανεγείρεται το 532 και εγκαινιάσθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 537 , επί βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄, από τους Μικρασιάτες μηχανικούς Ανθέμιο από τις Τράλλεις (σημ. Αϊδίνιο) και Ισίδωρο από τη Μίλητο. Στο ίδιο σημείο, επί του πρώτου λόφου της Κωνσταντινούπολης και σε μικρή απόσταση από το Μέγα Παλάτιον και τον Ιππόδρομο της πόλης, είχαν χτιστεί παλαιότερα δύο ακόμα ναοί που καταστράφηκαν, επίσης, από πυρκαγιά.
Το οικοδόμημα ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της τρουλαίας βασιλικής και συνδυάζει στοιχεία της πρώιμης βυζαντινής ναοδομίας, σε πολύ μεγάλη κλίμακα. Αρχιτεκτονικές επιρροές της Αγίας Σοφίας εντοπίζονται σε αρκετούς μεταγενέστερους ορθόδοξους ναούς αλλά και σε οθωμανικά τζαμιά, όπως στο τέμενος του Σουλεϊμάν και στο Σουλταναχμέτ τζαμί. Εκτός από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της, η Αγία Σοφία ξεχωρίζει επίσης για τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμό της, που ωστόσο υπέστη σοβαρές καταστροφές κυρίως από τους Τούρκους κατακτητές κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας.
Προϊστορία
Μετά τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 330 μ.Χ., η ανέγερση ενός ναού αφιερωμένου στην Σοφία του Θεού υπήρξε τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος οικοδόμησης γύρω από το Μέγα Παλάτι. Η πρώτη Αγία Σοφία εγκαινιάστηκε το 360 επί της αυτοκρατορίας του Κωνσταντίου Β΄ και μαζί με το ναό της Αγίας Ειρήνης αποτελούσε τον κύριο καθεδρικό ναό της πρωτεύουσας και έδρα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Εικάζεται ότι επρόκειτο για ξυλόστεγη βασιλική, τρίκλιτη ή πεντάκλιτη[6]. Καταστράφηκε από πυρκαγιά το 404 και χτίστηκε εξαρχής τα επόμενα χρόνια. Ο νέος ναός εγκαινιάστηκε το 415 επί βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄ και καταστράφηκε από τους οπαδούς του πατριάρχη επειδή ο Θεοδόσιος είχε μια διαμάχη με τον Πατριάρχη. Αν και λίγα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν ως προς την αρχιτεκτονική αξία του οικοδομήματος, οι ιστορικές πηγές μαρτυρούν πως στο εσωτερικό του φυλάσσονταν ιερά κειμήλια μεγάλης αξίας, από χρυσό ή ασήμι. Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες προσπάθειες αναπαράστασης του ναού, υποθέτουμε πως είχε εύρος 52 μ. αποτελούμενος από ένα κεντρικό κλίτος και τέσσερις διακριτούς διαδρόμους[7]. Υπέστη μεγάλη φθορά κατά τη Στάση του Νίκα το 532.
Τα εγκαίνια και η Βυζαντινή περίοδος
Το κτίσιμο του ναού που διατηρείται έως σήμερα δρομολογήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α'.[8] Ως αρχιτέκτονες του ναού ορίστηκαν οι γεωμέτρες Ανθέμιος από τις Τράλλεις και Ισίδωρος από τη Μίλητο. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα και τα εγκαίνιά του τελέστηκαν στις 27 Δεκεμβρίου του 537. Τότε, σύμφωνα με το θρύλο, ο Ιουστινιανός αναφώνησε «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε, Σολομόν!»,[9] θέλοντας έτσι να εκφράσει το θαυμασμό του για το μνημείο το οποίο ήταν πιο θαυμαστό από τον Ναό του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα. Τριακόσια και πλέον εκατομμύρια χρυσών δραχμών, κατ΄ αντιστοιχία, είχαν δαπανηθεί για την ανέγερση αυτού του Ναού. Τα "θυρανοίξια" της Αγιάς Σοφιάς ακολούθησαν διανομές χιλιάδων ελαφιών, βοών, προβάτων και ορνίθων και χιλιάδων μοδίων σίτου στους φτωχούς καθώς και πολυήμερη πανήγυρη.
Στο προαύλιο του ναού λέγεται πως υπήρχε κρήνη, στην οποία ανεγράφετο η καρκινική φράση «ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ» (νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν, δηλ. ξέπλυνε τις αμαρτίες σου και όχι μόνο το πρόσωπό σου). Η φράση αυτή, αν αναγνωσθεί ανάποδα (από δεξιά προς τα αριστερά) αποδίδει τις ίδιες λέξεις και επομένως και το αυτό νόημα.
Την εποχή του Ιουστινιανού, η Αγία Σοφία είχε χίλιους κληρικούς. Η νεαρά του Ηρακλείου, που βασίλεψε τον έβδομο αιώνα μας αναφέρει:
- Πρεσβυτέρους ... 80
- Διακόνους ... 150
- Διακόνισσες ... 40
- Υποδιάκονους ... 70
- Αναγνώστες ... 160
- Ψάλτες ... 25
- Θυρωρούς ... 75
Σύνολο: 600
Ο αριθμός των κληρικών είχε ελαττωθεί κατά τα τελευταία έτη του κράτους, όταν τα εισοδήματα της εκκλησίας αρκούσαν μόλις για την φωταψία του ναού.
Απεικόνιση της Αγίας Σοφίας το 1559, μόλις έναν αιώνα μετά την άλωση του 1453, Μελχιώρ Λορκ
Είκοσι χρόνια μετά τα πρώτα εγκαίνια, εξαιτίας των σεισμών του 557, ο τολμηρότατος στη σύλληψη και κατασκευή, για την εποχή του, θόλος κατέπεσε και συνέτριψε την αψίδα παρά τον ιερό άμβωνα, τον ίδιο τον άμβωνα, το κιβώριο και την Αγία Τράπεζα. O ανιψιός του Ισιδώρου, ο Ισίδωρος ο νεότερος, ανέλαβε και έκτισε το νέο θόλο που υφίσταται μέχρι σήμερα. Μια περιγραφή του παραδίδεται από τον ιστορικό Αγαθία, από την οποία συμπεραίνεται πως ο αρχικός τρούλος ήταν μάλλον ευρύτερος και χαμηλότερος από το δεύτερο . Στις 24 Δεκεμβρίου του 563 υπό τον Πατριάρχη Ευτύχιο τελέστηκαν τα δεύτερα εγκαίνια παρουσία του Αυτοκράτορα και του λαού της Κωνσταντινούπολης.
Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και υπήρξε ο σημαντικότερος ναός της Ορθόδοξης εκκλησίας.
Ρωμαιοκαθολική και Οθωμανική περίοδος
Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών και συγκεκριμένα την περίοδο 1204-1261, ο ναός έγινε Ρωμαιοκαθολικός και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Αυτές τις περιόδους η Αγία Σοφία υπέστη τεράστιες ζημιές, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της άλωσης από τους Φράγκους.
Επιπλέον, κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πραγματοποιήθηκαν στο ναό σημαντικές καταστροφές, καθώς ασβεστώθηκαν οι τοιχογραφίες εξαιτίας της ισλαμικής θεώρησης της απεικόνισης του ανθρώπινου σώματος ως βλασφημίας. Ο ναός με την σπουδαία αρχιτεκτονική του αποτέλεσε πρότυπο για την κατασκευή διαφόρων τεμενών, ανάμεσα στα οποία βρισκόταν και το Μπλε Τζαμί.
Δημοκρατία της Τουρκίας
Μετατροπή σε Μουσείο
To 1934, o Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας μετέτρεψε το ισλαμικό τέμενος σε μουσείο. Μέχρι τον Ιούλιο του 2020 συνέχισε να λειτουργεί ως μουσείο, ενώ λάμβαναν χώρα και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μάλιστα, πραγματοποιούνταν και εκδηλώσεις για τις οποίες θεωρήθηκε από ορισμένους ότι δεν αρμόζουν στο χώρο, όπως επιδείξεις μόδας. Οι προσπάθειες της UNESCO για τη διάσωση των ψηφιδωτών του ναού, συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Επαναλειτουργία ως ισλαμικό τέμενος
Στις 10 Ιουλίου 2020, το Συμβούλιο της Επικρατείας της Τουρκίας αποφάσισε υπέρ της δυνατότητας μετατροπής σε τέμενος. Αμέσως μετά ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπέγραψε τη σχετική απόφαση. Σε διάγγελμά του ο Τούρκος πρόεδρος προανήγγειλε ότι η πρώτη μουσουλμανική προσευχή θα πραγματοποιηθεί στις 24 Ιουλίου.
Κατά της μετατροπής είχαν ταχθεί πολιτικές και θρησκευτικές αρχές στις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Ρωσία[12][13], αλλά και η UNESCO, η οποία συγκαταλέγει το μνημείο από το 1985 στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Μάλιστα, η τελευταία ανακοίνωσε ότι στην επόμενη συνεδρίασή της θα επανεξεταστεί ο χαρακτήρας του μνημείου.
Την έντονη αντίθεση και ανησυχία τους για την μετατροπή, τόσο πριν όσο και μετά την ανακοίνωσή της, εξέφρασαν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος.
Στις 24 Ιουλίου 2020, έγινε η πρώτη προσευχή των μουσουλμάνων παρουσία του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν.
Αρχιτεκτονική
Κάτοψη της Αγια Σοφιάς. Από δεξιά προς αριστερά: το αίθριο, ο έξω και έσω νάρθηκας, ως κάθετοι διάδρομοι, με την άνω ΝΔ. πύλη, όπου το Προπύλαιο του Νάρθηκα και δεξιά το αποδυτήριο και την κάτω ΒΑ. πύλη και ο κυρίως Ναός
Ο ναός είναι κτισμένος σε αρχιτεκτονικό ρυθμό βασιλικής με τρούλο. Ο κυρίως χώρος του κτίσματος έχει σχήμα περίπου κύβου. Τέσσερις τεράστιοι πεσσοί, (κτιστοί τετράγωνοι στύλοι), που απέχουν μεταξύ τους ο ένας από τον άλλο 30 μ., στηρίζουν τα τέσσερα μεγάλα τόξα πάνω στα οποία εδράζεται ο τρούλος, με διάμετρο 31 μέτρων. Ο τρούλος δίνει την εντύπωση ότι αιωρείται εξαιτίας των παραθύρων που βρίσκονται γύρω στη βάση του (ο σύγχρονος ιστορικός Προκόπιος λέει: ...δίνει την εντύπωση ότι είναι ένα κομμάτι ουρανού που κρέμεται στη γη...).
Γενικά ο ναός είναι ορθογώνιο οικοδόμημα μήκους 78,16 μ. και πλάτους 71,82 μ. κτισμένο στη ΝΔ. πλευρά του πρώτου λόφου της Πόλης με κατεύθυνση ΝΑ. Περιβάλλεται από δύο αυλές την βόρεια και την δυτική καλούμενη και αίθριο. Συνορεύει Ν με τα Πατριαρχικά κτίρια τα οποία συνδέονταν με το Αυγουσταίο, τη μεγάλη δηλαδή πλατεία που βρισκόταν το λαμπρό από πορφυρό μάρμαρο άγαλμα της Αυγούστας Ελένης.Στο κτίσιμο της Αγιά Σόφιας εργάστηκαν περίπου 600 άτομα
Εσωτερικά ο Ναός διαιρείται από δύο κιονοστοιχίες εξαρτώμενες από τους πεσσούς σε τρία κλίτη. Ο όλος Ναός αποτελείται από τα εξής μέρη:
Αίθριο
Υπαίθρια μαρμαρόστρωτη και περίστυλη αυλή στο μέσον της οποίας ήταν η "κομψή φιάλη" η μαρμάρινη κρήνη που έφερε την ονομαστή καρκινική επιγραφή «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ» (δηλ. πλύνε τις αμαρτίες, όχι μόνο το πρόσωπo). Στο αίθριο επίσης φέρονται κάποια ίχνη οικοδομήματος.
Έξω και κυρίως νάρθηκας
Διαμήκης τομή
Πέντε πύλες από το αίθριο οδηγούν στον έξω νάρθηκα και από αυτόν άλλες πέντε πύλες οδηγούν στον εσωτερικό νάρθηκα, από τις οποίες η μεσαία πύλη λέγεται και Μεγάλη ή Ωραία Πύλη. Από τον έσω νάρθηκα εννέα πύλες, τρεις ανά κλίτος οδηγούν στον κυρίως Ναό. Οι τρεις μεσαίες εξ αυτών καλούνται Βασιλικές πύλες επειδή εξ αυτών εισήρχετο ο Αυτοκράτορας στις επίσημες τελετές. Και οι δύο νάρθηκες καταλαμβάνουν περίπου το ίδιο πλάτος του Ναού με μικρό μήκος εισόδου ο καθένας. Εκατέρωθεν του νάρθηκα διασώζονται προσαρτήματα μεγάλης ιστορικής σημασίας. Το προς Ν. εκαλείτο Προπύλαιο του Νάρθηκα ή Ωραία Πύλη που από τον 10ο αιώνα ήταν η κύρια είσοδος στον Ναό. Δεξιά αυτού του προπυλαίου ήταν το αποδυτήριον (μητατώριον) όπου ο Αυτοκράτορας κατά την είσοδό του άλλαζε το τζιτζάκιο και φορούσε το σαγίο. Πάνω από τον έσω νάρθηκα είναι ο γυναικωνίτης, εξ ου και το όνομα "νάρθηξ γυναικωνίτιδος" η είσοδος στον οποίο οδηγούσε άλλο προαύλιο της Β. πλευράς (στο σχέδιο κάτω πλευράς).
Κύριος Ναός
Σχέδιο της Αγίας Σοφίας το 1877
Η είσοδος στον κυρίως Ναό, όπως προαναφέρθηκε, ήταν οι τρεις Βασιλικές πύλες και οι έξι, ανά τρεις εκατέρωθεν, του έσω νάρθηκα. Ο κυρίως Ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη (στοές θα λέγαμε σήμερα), των οποίων το μεσαίο είναι διπλάσιου πλάτους των εκατέρωθεν. Το εσωτερικό σχέδιο είναι απλό. Τέσσερις πεσσοί, κτιστοί στύλοι, συνδέονται μεταξύ τους με υπερώα τόξα στα οποία και φέρονται επιθόλια τόξα συναποτελώντας έτσι μια περιμετρική βάση επί της οποίας και εδράζει ο τεράστιος θόλος. Η περιμετρική βάση φέρει πλήθος στυλιδίων υπό μορφή παραθύρων από τα οποία και ολόκληρος ο Ναός κατακλύζεται από το φως. Η όλη κατασκευή παρουσιάζει πράγματι την εντύπωση μια αρμονίας φωτός και αρχιτεκτονικής. Τα 100 αυτά παράθυρα, 40 επί της στεφάνης του θόλου και τα υπόλοιπα στα ημιθόλια,τις κόγχες και τους τοίχους προσδίδουν την εικόνα της ανακρέμασης του θόλου από τον ουρανό, οι δε ακτίνες του Ήλιου που εισέρχονται στο χώρο δίνουν την εντύπωση να άγονται από τους ουρανούς. Γενικά τα τόξα, τα ημιθόλια και ο εκπληκτικός θόλος στηρίζονται στους τέσσερις πεσσούς οι λίθοι των οποίων φέρονται στερεομένοι με χυτό μόλυβδο και σιδερένιους μοχλούς. Στη δε κατασκευή του θόλου έχουν χρησιμοποιηθεί ελαφρόπετρες από τη Ρόδο που φέρουν την επιγραφή "Μεγάλης Εκκλησίας του Κωνσταντίνου". Εξωτερικά και επί της κορυφής του θόλου φερόταν ο μέγας "ερυσίπτολις σταυρός" (=έρεισμα της πόλης), που έχει αντικατασταθεί με την ημισέληνο.
Μετά τη μετατροπή του ναού σε μουσουλμανικό τέμενος προστέθηκαν τέσσερις μιναρέδες.
Ιουστινιανός Α´

Ο Ιουστινιανός Α΄, ( Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος Ιουστινιανός - λατινικά: Flavius Petrus Sabbatius Iustinianus -11 Μαΐου 482 Ταυρήσιο - 14 Νοεμβρίου 565 Κωνσταντινούπολη), παραδοσιακά γνωστός ως Ιουστινιανός ο Μέγας και ως Άγιος Ιουστινιανός ο Μέγας στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ήταν Βυζαντινός Αυτοκράτορας από το 527 έως το θάνατο του το 565. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Ιουστινιανός προσπάθησε να αναβιώσει το μεγαλείο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και να επανακτήσει τα χαμένα δυτικά εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η κυριαρχία του Ιουστινιανού αποτελεί μια ξεχωριστή εποχή στην ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από την «αποκατάσταση της αυτοκρατορίας».
Ο Ιουστινιανός θεωρείται ένας εκ των σημαντικότερων ηγεμόνων της Ύστερης Αρχαιότητας. Η εποχή του σηματοδοτεί μια αξιοσημείωτη φάση μετάβασης από την κλασσική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο εξελληνισμένο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος του Μεσαίωνα. Ακόμη κατάφερε με μακρόχρονους πολέμους εναντίον των Οστρογότθων και των Βανδάλων να ανακτήσει απομακρυσμένες περιοχές της Δυτικής Αυτοκρατορίας, που είχαν περιέλθει κατά τη διάρκεια των Μεταναστεύσεων σε Γερμανικά φύλα. Στην Ανατολή η Αυτοκρατορία ενεπλάκη σε έντονες συγκρούσεις με τους Σασσανίδες. Καθοριστική σημασία είχε ο Ιουστινιανός για τη νομική ιστορία, καθώς προέστη της κωδικοποίησης του ρωμαϊκού δικαίου, η οποία ονομάστηκε Ιουστινιάνειος Κώδικας.
Ήταν μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ύστερης αρχαιότητας και ενδεχομένως ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας που μιλούσε τα λατινικά ως μητρική του γλώσσα
Πρώτα χρόνια και άνοδος στον θρόνο
Ο Πέτρος Σαββάτιος, ιλλυρικής ή θρακικής καταγωγής, γεννήθηκε στο Ταυρήσιο[5] και ήταν ανιψιός του στρατηγού (και αργότερα αυτοκράτορα) Ιουστίνου Α΄. Με την άνοδο του θείου του στην εξουσία το 518 ονομάστηκε πατρίκιος κι έπειτα κόμης των δομεστίκων. Υπήρξε ο σημαντικότερος σύμβουλος και ουσιαστικός αντιβασιλέας του θείου του, και το 527, λίγο πριν τον θάνατο του τελευταίου, ονομάστηκε συναυτοκράτορας, παίρνοντας το όνομα Ιουστινιανός, που σημαίνει ότι έχει υιοθετηθεί από τον Ιουστίνο.
Ήταν εξαιρετικά ικανός αλλά και αυταρχικός κυβερνήτης, με βαθιά λατινική και κλασσική μόρφωση. Η γυναίκα του Θεοδώρα, την οποία γνώρισε και παντρεύτηκε τον καιρό της εξουσίας του θείου του μέσω των κοινών τους επαφών με τους Βένετους, ήταν ταπεινής καταγωγής, αλλά ταυτόχρονα υπέρμετρα φιλόδοξη, ικανή, οξυδερκής και κυρίως πολύ όμορφη. Παρά την ταπεινή της καταγωγή, ο Ιουστίνος Α' τη δέχτηκε, όχι όμως και η γυναίκα του, η οποία δεν επέτρεψε το γάμο μέχρι το θάνατό της το 524. Ακόμα και αν το παρελθόν της Θεοδώρας ήταν όντως σκοτεινό, είναι σίγουρο ότι με το γάμο της με τον Ιουστινιανό μεταμορφώνεται σε ιδανική σύζυγο και Αυτοκράτειρα.
Η αρχαία πόλη του Ταυρησίου, γενέτειρα του Ιουστινιανού
Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η βελτίωση των οικονομικών, μέσω είσπραξης των φόρων, εργασία που ανέθεσε στον ικανό αλλά αντιπαθή στο λαό Ιωάννη Καππαδόκη. Επίσης, αναθέτει τον ίδιο καιρό στον Τριβωνιανό την επανακωδικοποίηση των νόμων του Θεοδοσίου, απαλείφοντας αντικρουόμενες διατάξεις και μειώνοντας δραστικά το μέγεθος και την έκταση των ισχυουσών διατάξεων. Αντιμετώπισε τους Σασσανίδες Πέρσες ήδη από το 532, οπότε και υπέγραψε συμφωνία ειρήνης με τον βασιλιά Χοσρόη Α΄, ώστε να μπορέσει να ασχοληθεί απερίσπαστος με το μεγάλο του όνειρο, την ανακατάληψη της Δύσης.
Η Στάση του Νίκα
Κύριο λήμμα: Στάση του ΝίκαΗ Αγία Σοφία σήμερα, οι μιναρέδες χτίστηκαν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς (1453).
Τον Ιανουάριο του 532 ξέσπασαν σοβαρές ταραχές μετά την καταδίκη κάποιων Πράσινων και Βένετων σε θάνατο για επεισόδια στον Ιππόδρομο. Εκφράζοντας την αντιπάθειά τους στο πρόσωπο του απόμακρου αυτοκράτορά τους, που στα μάτια τους ήταν ο εισηγητής της σκληρής φορολογικής πολιτικής που πραγματοποιούσε ο Ιωάννης Καππαδόκης, ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους της Πόλης, προκαλώντας καταστροφές και χρίζοντας αυτοκράτορα τον Υπάτιο, ανιψιό του Αναστασίου Α΄. Η κατάσταση ξέφευγε από το έλεγχο του Ιουστινιανού, ο οποίος την παραμονή της εγκατάλειψης του θρόνου προς διαφυγή, μεταπείθεται (κατά μία εκδοχή) από τη Θεοδώρα και παραμένει για μάχη μέχρις εσχάτων. Έτσι, υπό τις εντολές του Βελισάριου, του Μούνδου και του διοικητή της φρουράς στρατηγού Ναρσή, ο ρωμαϊκός στρατός σφαγιάζει στον Ιππόδρομο 30.000 περίπου στασιαστές και μη, δίνοντας τέλος στην περίφημη «Στάση του Νίκα», η οποία έλαβε το όνομά της από το σύνθημα των επαναστατών.
Η καταστροφή του ναού της Αγίας Σοφίας κατά τις ταραχές αποτελεί το έναυσμα για την ανάθεση από τον Ιουστινιανό της κατασκευής ενός νέου μεγαλοπρεπούς ναού. Έτσι, την ίδια χρονιά οι αρχιτέκτονες από τις Τράλλεις της Μ. Ασίας Ανθέμιος και Ισίδωρος ξεκινούν τις εργασίες κατασκευής, που ολοκληρώνονται το 537, χρησιμοποιώντας πολύχρωμα μάρμαρα από την Ελλάδα (κυρίως από τις Κυκλάδες) και ψηφιδωτά από διάφορα μέρη της Ιταλίας και της Ελλάδας. Ο Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, έργο για το οποίο ο αυτοκράτορας δεν φείσθηκε χρημάτων ή εργασίας, αποτελεί ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία της αρχιτεκτονικής, με μέγεθος και μεγαλοπρέπεια που ως τις μέρες μας συγκινούν και προκαλούν δέος.
Η Επανάκτηση της Δύσης
Μετά τη Στάση του Νίκα, ο Αυτοκράτορας καταπιάνεται με έναν από τους βασικούς του στόχους:των δυτικών επαρχιών. Ο Βελισάριος, επικεφαλής του ρωμαϊκού στρατού (magister militum), εκστρατεύει κατά του βασιλείου των Βανδάλων της Βόρειας Αφρικής, κατακτά την Καρχηδόνα το 533, και προετοιμάζεται για την απόβαση στην Ιταλική χερσόνησο. Με τον θάνατο του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου (ή Θεϋδέριχου) το 526, τη διακυβέρνηση αναλαμβάνει η φιλόδοξη γυναίκα του Αμαλασούνθα, κηδεμόνας του διαδόχου Αθαλάριχου, την οποία όμως εκθρονίζει και θανατώνει ο Θεϋδάτος. Αυτή είναι και η αφορμή που ζητά η Ανατολική Αυτοκρατορία για να επιτεθεί. Άμεσα ο Βελισάριος καταλαμβάνει τη Νάπολη και τη Ρώμη. Ο αρχηγός των Γότθων Ουίτιγις υποχωρεί στη Ραβέννα, αλλά σύντομα επιστρέφει για να πολιορκήσει τη Ρώμη. Ο Βελισάριος, ενισχυμένος από την πρωτεύουσα καταλαμβάνει τη γύρω περιοχή και υποχρεώνει τους Γότθους σε τελική υποχώρηση το 538, σε μάχη κοντά στη γέφυρα της Μουλβίας, στην ίδια περίπου θέση όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος νίκησε το Μαξέντιο. Κατόπιν σειράς ασυνεννοησιών και αμφισβήτησης της πρωτοστρατηγίας του Βελισάριου από τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα, Ναρσή και Ιωάννη, οι Γότθοι ανακαταλαμβάνουν το Μιλάνο, εξοντώνοντας τους 300.000 κατοίκους του. Χρονικά την ίδια στιγμή περίπου, η Αυτοκρατορία δέχεται και την επίθεση του Χοσρόη και των Περσών στα ανατολικά. Ενώ λοιπόν ο Ιουστινιανός είναι έτοιμος να ανακαλέσει το Βελισάριο για ενίσχυση στα ανατολικά, ο ιδιοφυής αυτός στρατηγός με δόλιο τέχνασμα καταλαμβάνει τη Ραβέννα, συλλαμβάνει τον Ουίτιγι και την οικογένειά του, δίνοντας τέλος στην εκστρατεία και ολοκληρώνοντας φαινομενικά για λογαριασμό του Ιουστινιανού την ανακατάληψη της Ιταλίας.
Μετά την επιστροφή του στην πρωτεύουσα το 539, ο Βελισάριος φεύγει σύντομα για να συναντήσει το Χοσρόη. Μετά από δύο χρόνια μαχών (και υπό το ψυχολογικό βάρος των απιστιών της γυναίκας του Αντωνίνας), ο Βελισάριος με τέχνασμα και πάλι εξουδετερώνει τον Χοσρόη. Το 542 ξεσπά η επιδημία βουβωνικής πανώλης, η οποία πλήττει και τον Αυτοκράτορα. Ο Βελισάριος επιστρέφει στην Ιταλία, η οποία λόγω της ανικανότητας των ορισμένων από τον Ιουστινιανό διοικητών της έχει περιέλθει εκ νέου στους Γότθους. Δυστυχώς, υπό την πίεση της Θεοδώρας ο Ιουστινιανός πείθεται ότι ο Βελισσάριος έχει τάσεις σφετερισμού, και έτσι τον εξοπλίζει δυσανάλογα φτωχά σε σχέση με τη φιλόδοξη αποστολή που του αναθέτει.
Στην αντιπαράθεσή τους με τον ικανό Γότθο βασιλιά Τωτίλα, οι Ρωμαίοι δεν μπορούν να κυριαρχήσουν. Ο Γότθος αρχηγός καταλαμβάνει τη Ρώμη το 546. Μετά από 5 χρόνια ατελέσφορων μαχών και διπλωματικών προσπαθειών, ο Βελισάριος ανακαλείται στην Πόλη το 549, χωρίς να έχει επιτύχει την επανάκτηση της Ιταλικής χερσονήσου, έχοντας όμως αναχαιτίσει του Γότθους σε βαθμό που δεν θα μπορέσουν ποτέ να εδραιώσουν την κυριαρχία τους. Έτσι, θα μπορέσει εύκολα ο Ναρσής, που τον αντικαθιστά το 551, με πολλαπλάσιο μάλιστα εξοπλισμό και μέσα, να ολοκληρώσει το έργο του Βελισάριου. Η επιστροφή του στρατηγού στην πρωτεύουσα το 549 συμπίπτει χρονικά με τον θάνατο της Θεοδώρας. Το γεγονός αυτό επιτρέπει τη συμφιλίωση των δύο ανδρών. Εν τω μεταξύ, στην Ιταλία, ο Ναρσής επικρατεί των βαρβάρων, καταφέρνοντας δύο συντριπτικές νίκες στην Μάχη των Βουσταγαλλώρων και στη Μάχη του Βεζουβίου, σκοτώνοντας τον Τωτίλα και τερματίζοντας την οστρογοτθική αντίσταση.
Το 551-555, ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα, υπό τις διαταγές του 80χρονου συγκλητικού Λιβέριου, στάλθηκε στην Ιβηρική χερσόνησο, για να υποστηρίξει τον Αθανάγιλδο, που είχε εξεγερθεί εναντίον του βασιλιά Αγίλα. Το εκστρατευτικό σώμα σημείωσε εκπληκτική επιτυχία, καταλαμβάνοντας εύκολα τις παραλιακές πόλεις και το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ισπανίας, και με τη βοήθειά του, ο Αθανάγιλδος στέφεται βασιλιάς των Βησιγότθων το 554. Παρότι ο νέος βασιλιάς απαίτησε την επιστροφή των ρωμαιοκρατούμενων εδαφών, αναγκάστηκε να προβεί σε συμβιβασμό, μέσω του οποίου το νότιο τέταρτο της Ισπανίας έγινε ρωμαϊκή επαρχία, ενώ το βησιγοτθικό βασίλειο αναγνώρισε την επικυριαρχία του Ιουστινιανού.
Οι Περσικοί Πόλεμοι
Δίπτυχο που αναπαριστά τον Ιουστινιανό ή τον Αναστάσιο. Μουσείο του Λούβρου, συλλογή Μπαρμπερίνι.
Ο Ιουστινιανός κληρονόμησε από τον προκάτοχό του ανειλημμένες στρατιωτικές υποχρεώσεις στα ανατολικά σύνορα. Με αφορμή την επέμβαση των Περσών υπό τον Καβάδη Α΄ στην Λαζική και στην Ιβηρία, οι δύο αυτοκρατορίες ενεπλάκησαν σε αναμετρήσεις στην ρωμαιοπερσική μεθόριο. Το 529 ο στρατηγός Βελισάριος ηττήθηκε κοντά στο συνοριακό οχυρό Δάρας, αλλά την επόμενη χρονιά μπροστά στο ίδιο οχυρό συνέτριψε διπλάσιες περσικές δυνάμεις κατά την περίφημη μάχη του Δάρας. Αμφίβολο αποτέλεσμα είχε η σύγκρουση στο Καλλίνικο της Συρίας το 531 με συνέπεια και οι δύο αντίπαλοι να αποσυρθούν, αν και οι Πέρσες ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση. Η σύρραξη φάνηκε να κλιμακώνεται, αλλά ο θάνατος του Σασσανίδη μονάρχη (531) απέτρεψε αυτό το ενδεχόμενο. Ο Ιουστινιανός και ο διάδοχος του περσικού θρόνου Χοσρόης Α΄ συνομολόγησαν την Απέραντο Ειρήνη το 532 με βαριές χρηματικές αποζημιώσεις εις βάρος των Ρωμαίων.
Η επέμβαση των Ρωμαίων στα εσωτερικά της Αρμενίας (540) έδωσε στον Χοσρόη την αφορμή να ξεκινήσει νέο κύκλο επιδρομών κατά της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Παρακινούμενος και από Οστρογότθους πρέσβεις εισέβαλε το 540 στην Συρία. Οι Ρωμαίοι, που ήταν απασχολημένοι στη Ιταλία με τον πόλεμο εναντίον των Οστρογότθων, προέβαλαν ασθενική αντίσταση με συνέπεια το ίδιο έτος οι Πέρσες να εκπορθήσουν και να λεηλατήσουν τις πλούσιες πόλεις Χαλέπι και Αντιόχεια (Ιούνιος 540). Ιδίως η καταστροφή της τελευταίας, που ήταν η τρίτη σημαντικότερη πόλη της αυτοκρατορίας, υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τους αμυνόμενους. Ακολούθως, ο Χοσρόης βάδισε προς το μικρό, περιφερειακό αλλά στρατηγικά σπουδαίο βασίλειο της Λαζικής απαιτώντας λύτρα από τις πόλεις που συναντούσε καθ' οδόν.
Η κατάσταση είχε γίνει κρίσιμη για την αυτοκρατορία. Ο Βελισάριος ανακλήθηκε από την Ιταλία (541) και εστάλη στην περιοχή για να οργανώσει την αντίδραση των Ρωμαίων. Σε σύντομο διάστημα ανακλήθηκε εκ νέου χωρίς να έχει σημειώσει κάποια μεγάλη επιτυχία. Μια επιδημία πανώλης, που ξέσπασε το επόμενο έτος, καταπόνησε και τους δύο αντιπάλους αλλά οι περσικές επιδρομές συνεχίστηκαν, κυρίως στις περιοχές της Έδεσσας και της Θεοδοσιούπολης (σημερινή Ερζερούμ της ανατολικής Τουρκίας). Η καλύτερα οργανωμένη αντεπίθεση των Ρωμαίων κατά τα επόμενα χρόνια όπως και η σθεναρή αντίσταση της Έδεσσας στην επίμονη πολιορκία των Περσών, οδήγησαν σε συμφωνία πενταετούς ανακωχής (545). Καθώς όμως οι όροι της ανακωχής δεν διευθετούσαν την κατάσταση της Λαζικής, ο πόλεμος ουσιαστικά μεταφέρθηκε στη χώρα αυτή. Ωστόσο οι μακροχρόνιες εχθροπραξίες είχαν εξουθενώσει τις δύο αυτοκρατορίες. Επιπλέον, ο Χοσρόης αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα στο βασίλειό του. Το 551 και το 557 ανανεώθηκε η πενταετής ανακωχή του 545 και το 562 υπεγράφη 50ετής συνθήκη ειρήνης, που σε γενικές γραμμές τηρήθηκε και από τα δύο μέρη.
Θρησκευτική πολιτική
Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο Αυτοκράτορα. Η βασιλεία του θεωρείται ότι σημάδεψε το ζενίθ της αυτοκρατορικής κυριαρχίας επί της Εκκλησίας.[6] Η εξουσία του επεκτεινόταν και πάνω στην ιεροσύνη. Διαχώριζε μεν imperium και sacerdotium, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να υποκύπτει στον πειρασμό να νομοθετεί πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα. Έλαβε μέτρα για την ενεργό επιβολή του χαλκηδονιανού Χριστιανισμού (Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος) σε όλη την επικράτειά του. Έτσι, από νωρίς (το 529), έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών, και έκλεισε την περίφημη Ακαδημία Πλάτωνος. Περιόρισε με νομοθετικά μέτρα τα δικαιώματα των Εβραίων, και συνέτριψε με σκληρότητα την εξέγερση των Σαμαριτών. Ακόμα καταδίωξε τους μανιχαϊστές, οι οποίοι, λόγω της συσχέτισής τους με την εχθρική Σασσανιδική Περσία, υπέφεραν ιδιαίτερα.
Η αντιμετώπιση της πιο μεγάλης και επικίνδυνης αίρεσης, του Μονοφυσιτισμού, ποίκιλλε. Η επιρροή της Θεοδώρας, που υποστήριζε τον Μονοφυσιτισμό και παρείχε προστασία σε σημαίνοντες εκπροσώπους του, μετρίασε την στάση του κατά το πρώτο μισό της βασιλείας του. Το 535 της επέτρεψε να διορίσει Πατριάρχη τον Άνθιμο, ο οποίος αμέσως συνδέθηκε με τους Μονοφυσίτες Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας κατήγγειλε το γεγονός στον Πάπα Αγαπητό, ο οποίος ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και έπεισε τον Ιουστινιανό να τον εκθρονίσει και να τον εξορίσει.[7] Μετά τον θάνατο της Θεοδώρας όμως, σε συνδυασμό με την έντονη πίεση της δυτικής εκκλησίας και την έντονη ενασχόλησή του με την θρησκεία προς το τέλος της ζωής του, η κρατική καταπίεση εντάθηκε. Η αυταρχική του πολιτική και η τάση του να ελέγχει πλήρως την Εκκλησία, φάνηκαν τόσο στη συμπεριφορά του απέναντι στον Πάπα Βιγίλιο, τον οποίο διαπόμπευσε δημοσίως, όσο και κατά την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο που συγκάλεσε το 553 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λειτούργησε υπό το καθεστώς της κυριαρχίας των απόψεών του, δια της συνηθισμένης οδού της επιλεκτικής αποδοχής των συμμετεχόντων.
Η ιεραποστολική του δραστηριότητα ήταν εξίσου έντονη, και απέστειλε ιερείς για να προσηλυτίσουν τους λαούς πέριξ της Αυτοκρατορίας, επιτυγχάνοντας να εκχριστιανίσει τη Νουβία, τους Έρουλους και τους Αβασγούς.
Η εισβολή των Κουτρίγουρων το 559, που έφτασε μέχρι έξω από την πρωτεύουσα, αντιμετωπίζεται από το Βελισάριο με επιτυχία. Ο στρατηγός θα βρεθεί ξανά σε δυσμένεια το 562, στερούμενος τόσο τη δόξα που του άρμοζε, όσο και τη θέση του στην ρωμαϊκή ιεραρχία, αλλά αποκαταστάθηκε σύντομα.
Οικονομία και διοίκηση
Χρυσό νόμισμα του Ιουστινιανού Α' (527-565), που ανασκάφηκε στην Ινδία πιθανώς στα νότια, είναι ένα παράδειγμα του Ινδο-ρωμαϊκού εμπορίου κατά τη διάρκεια της περιόδου. Επιγρ.: D N IVSTINIANVS PP AVG.
Όπως συνέβαινε και με τους προκατόχους του Ιουστινιανού, η οικονομική υγεία της αυτοκρατορίας στηριζόταν κυρίως στη γεωργία. Επιπλέον, το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων άνθισε, φτάνοντας ως το μακρινό Βορρά μέχρι την Κορνουάλη, όπου ο κασσίτερος ανταλλάχθηκε με ρωμαϊκό σιτάρι. Στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας, μεγάλες συνοδείες που έπλεαν από την Αλεξάνδρεια προς την Κωνσταντινούπολη με το σιτάρι και τα δημητριακά. Ο Ιουστινιανός με μια αποτελεσματική κίνηση ήταν η οικοδόμηση μιας μεγάλης σιταποθήκης στο νησί της Τενέδου για αποθήκευση και περαιτέρω μεταφορά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός προσπάθησε επίσης να βρει νέες διαδρομές για το ανατολικό εμπόριο, το οποίο υπέφερε τα πάνδεινα, λόγω των πολέμων με τους Πέρσες.
Ένα σημαντικό προϊόν πολυτελείας ήταν το μετάξι, το οποίο είχε εισαχθεί και στη συνέχεια μεταποιούνταν στην Αυτοκρατορία. Προκειμένου να προστατευθεί η παραγωγή του μεταξιού, ο Ιουστινιανός χορήγησε το μονοπώλιο στα αυτοκρατορικά εργοστάσια το 541. Προκειμένου να παρακάμψει το περσικό εμπάργκο, ο Ιουστινιανός δημιούργησε φιλικές σχέσεις με τους Αβησσυνίους, τους οποίους ήθελε να ενεργούν ως διαμεσολαβητές του εμπορίου με τη μεταφορά Ινδικού μεταξιού στην αυτοκρατορία. Οι Αβησσύνιοι, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν τους Πέρσες εμπόρους στην Ινδία. Στη συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του 550, δύο μοναχοί κατάφεραν να κλέψουν μέσα στα μπαστούνια τους, αυγά μεταξοσκώληκα από την Κεντρική Ασία πίσω στην Κωνσταντινούπολη, και το μετάξι έγινε μονοπώλιο των ανακτόρων.
Σκηνή από την καθημερινή ζωή σε ένα μωσαϊκό από το Μέγα Παλάτιον της Κωνσταντινούπολης, στις αρχές του 6ου αιώνα
Κατά την έναρξη της βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄ είχε κληρονομήσει ένα πλεόνασμα 28.800.000 σόλιδων (£400.000 χρυσού) στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο από των Αναστάσιο Α΄ και Ιουστίνο Α΄. Σύμφωνα με τους κανόνες του Ιουστινιανού, ελήφθησαν μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς στις επαρχίες και να συλλέγεται πιο αποτελεσματικά οι φορολογία. Μεγαλύτερη διοικητική εξουσία δόθηκε τόσο στους ηγέτες των νομών και των επαρχιών, ενώ η εξουσία που είχε ληφθεί μακριά από τις αντιπροσωπείες των μητροπόλεων, ένας αριθμός των οποίων καταργήθηκαν. Η γενική τάση ήταν προς την απλοποίηση της διοικητικής υποδομής. Σύμφωνα με τον Brown(1971), η αυξημένη επαγγελματοποίηση της είσπραξης των φόρων έκανε πολλά για να καταστρέψει τις παραδοσιακές δομές της επαρχιακής ζωής, δεδομένου ότι αποδυνάμωσε την αυτονομία των δημοτικών συμβουλίων στης Ελληνικές πόλεις. Έχει υπολογιστεί ότι πριν την επανάκτηση (reconquista) του Ιουστινιανού Α΄ το κράτος είχε ετήσια έσοδα 5.000.000 σόλιδους το 530, αλλά μετά τις κατακτήσεις του, τα ετήσια έσοδα αυξήθηκαν σε 6.000.000 σόλιδους στο 550 μ.Χ.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, οι πόλεις και τα χωριά του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους ευημερούσαν, αν και οι Αντιόχεια χτυπήθηκε από δύο σεισμούς (526, 528) και αλώθηκε και εκκενώθηκε από τους Πέρσες (540). Ο Ιουστινιανός είχε ανακατασκευάσει την πόλη, αλλά σε μικρότερη κλίμακα.
Παρ' όλα αυτά τα μέτρα, η αυτοκρατορία υπέστη αρκετές σημαντικές αποτυχίες κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα. Η πρώτη ήταν τα ακραία καιρικά φαινόμενα των ετών 535-536 τα οποία ασθένησαν την αγροτική παραγωγή σε όλη την αυτοκρατορία με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών ανθρώπων, μετά χτύπησε η πανούκλα, (γνωστή και ως πανώλη του Ιουστινιανού) η οποία διήρκεσε από το 541 έως 543 και, κατά των Προκόπιο αποδεκάτιζε τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας. Μέχρι και το 40% της Κωνσταντινούπολης λέγεται ότι αποδεκατίστηκε, κατά συνέπεια δημιούργησε έλλειψη εργατικού δυναμικού και αύξηση των μισθών. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού, επίσης, οδήγησε σε σημαντική αύξηση του αριθμού των «βάρβαρων» στα βυζαντινά στρατεύματα, μετά τις αρχές της δεκαετίας του 540. Το παρατεταμένο πόλεμο στην Ιταλία και τους πολέμους με τους Πέρσες, ήταν ένα βαρύ φορτίο για τους πόρους της αυτοκρατορίας, και ο Ιουστινιανός είχε επικριθεί από πολλούς για τη σπατάλη του παλατιού και για την άσωτη ζωή που έκανε το αυτοκρατορικό ζεύγος.
Μεταφορά του μεταξιού από την Κίνα
Σύμφωνα με πληροφορίες Βυζαντινών συγγραφέων, εξαιτίας της τεράστιας ζήτησης που είχε το μετάξι από την ανατολή, και το εμπάργκο που έκαναν οι Πέρσες κατά των Βυζαντινο-Περσικών πόλεμων, ο Ιουστινιανός το 544 έστειλε στην Κίνα δύο μοναχούς, ειδικά για το μετάξι, το οποίο εκείνη την εποχή είχε διαδοθεί σε μεγάλο βαθμό το χρησιμοποιούσε η εκκλησία και οι ευγενείς και ήταν πανάκριβο. Οι Βυζαντινοί μοναχοί με εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού για τη μετάδοση της Χριστιανικής θρησκείας περιηγήθηκαν στην Περσία και την Κίνα και κατά τη διάρκεια των περιηγήσεων τους, παρακολούθησαν όλη τη διαδικασία εκτροφής του μεταξοσκώληκα και παραγωγής του μεταξιού και φεύγοντας έκρυψαν μέσα στα κούφια μπαστούνια τους αρκετό μεταξόσπορο, γιατί απαγορευόταν η εξαγωγή τους. Στο τέλος της περιοδείας τους το 544 μετέφεραν το μετάξι στην Κωνσταντινούπολη, και από τότε περιήλθε η σηροτροφία στο Βυζάντιο. Στα πρώτα χρόνια η βυζαντινή αυλή κρατούσε μυστικό τον τρόπο παραγωγής του μεταξιού από τον υπόλοιπο λαό, που πίστευε ότι το μετάξι προερχόταν από κάποια φυτική ουσία. Αργότερα όμως η τεχνική ξέφυγε από τα ανάκτορα και η μεταξουργία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που ονομάστηκε από τότε Μοριάς, εξαιτίας της καλλιέργειας της μουριάς. Και το Βυζάντιο ήταν ο μοναδικός εξαγωγέας του περίφημου μεταξιού του σε όλην την Ευρώπη για περίπου 3 αιώνες.
Αποτίμηση
Αναπαράσταση του 1912 της στήλης του Ιουστινιανού
Ο Ιουστινιανός κατάφερε να επεκτείνει τα σύνορα της Αυτοκρατορίας από τους Άγιους τόπους και τα βάθη της Ανατολίας μέχρι τις Ηράκλειες στήλες, επαναφέροντας τα σύνορα στα ίδια σχεδόν, της παλιάς Ρωμαϊκής. Στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο οι περιοχές επανέρχονται στη Δυτική Αυτοκρατορία και επιβάλλεται πλέον μια ένωση μέσω της κοινής χριστιανικής πίστης, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Ο βυζαντινός στρατός σημειώνει νίκες στην Ιταλία, το νότιο τμήμα της Ισπανίας και την Αφρική, και οι Πέρσες σταματούν τις επιχειρήσεις τους κατά του Βυζαντίου, σεβόμενοι τις συνθήκες.[8] Η επανάκτηση της Δυτικής Αυτοκρατορίας διήρκεσε 25 χρόνια, με συνεχείς εκστρατείες κατά των Περσών και κατασκευή εκτενούς αμυντικού συστήματος (ορατού ακόμα και σήμερα σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου). Ωστόσο η περίοδος βασιλείας του Ιουστινιανού περιλαμβάνει και πλήθος άλλων σημαντικών εξελίξεων, όπως κωδικοποίηση των νόμων, ενίσχυση του εμπορίου, εισαγωγή της καλλιέργειας του μεταξιού από την Κίνα, θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, ενίσχυση των δημοσίων οικονομικών και ανέγερση δημοσίων οικοδομημάτων με αποκορύφωμα την Αγία Σοφία.[8]
Η φιλόδοξη επέκταση του Βυζαντίου όμως, προκάλεσε αρκετές εσωτερικές διαμάχες με τον πληθυσμό να κάνει συχνές εξεγέρσεις, είτε λόγω των δυσβάσταχτων φόρων από τους μακροχρόνιους πολέμους, είτε λόγω θρησκευτικών διαφορών. Η συνεχής εξωτερική απειλή, από σχεδόν όλα τα μέτωπα, οδήγησε σε μια περίοδο πτώσης της Αυτοκρατορίας, που ήρθε αμέσως μετά τον θάνατο τον Ιουστινιανού. Χαρακτηριστικά, το μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας κατελήφθη από τους Λομβαρδούς, μόλις 3 χρόνια από το θάνατό του. Ο Προκόπιος στο έργο του Απόκρυφη Ιστορία κατηγορεί τον ίδιο τον Ιουστινιανό αλλά κυρίως τη Θεοδώρα για αυτό.[8]
Ο μύθος της σλαβικής καταγωγής
Από μερικούς συγγραφείς του 18ου και του 19ου αιώνα υποστηρίχτηκε η σλαβική καταγωγή του Ιουστινιανού. Αυτή η υπόθεση είχε τις ρίζες της σε μια έκδοση του 1623 των Ανεκδότων ή Arcana Historia του Προκοπίου Καισαρείας, μιας μυστικής ιστορίας του Ιουστινιανού. Ο κουράτωρ της βιβλιοθήκης του Βατικανού Nicholas Alemannus που δημοσίευσε αυτό το έργο, πρόσθεσε σχόλια μεταξύ των οποίων και πληροφορίες από κάποιον ιερωμένο Θεόφιλο, φερόμενο ως δάσκαλο του Ιουστινιανού. Κατά τον Θεόφιλο, ο Ιουστινιανός ήταν γνωστός και ως Upravda, ο πατέρας του λεγόταν Istokus και η μητέρα του Bigleniza. Ο Αλεμάνους δεν αναφέρει που βρήκε αυτό το κείμενο του Θεόφιλου, το οποίο αργότερα αναζητήθηκε από ερευνητές αλλά δεν βρέθηκε. Κάποιοι υπέθεσαν ότι τα ονόματα Upravda, Istokus και Bigleniza είναι σλαβικά συνεπώς και ο Ιουστινιανός σλαβικής καταγωγής. Ο Edward Gibbon υπέθεσε ότι τα ονόματα είναι Γοτθικά. Οι δυτικοί ιστορικοί αναπαρήγαγαν αυτή την άποψη χωρίς να την ερευνήσουν ή να δώσουν σ'αυτή κάποια βαρύτητα, ενώ οι σλάβοι συγγραφείς την υιοθέτησαν για εθνικούς λόγους. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος δέχεται επίσης την σλαβική καταγωγή του Ιουστινιανού.[9] Η θεωρία αυτή καταρρίφθηκε μετά την έρευνα του ιστορικού J. Bryce (1838 - 1922), ο οποίος διαπίστωσε ότι το υποτιθέμενο έργο του Θεόφιλου ήταν ένα χειρόγραφο με περιλήψεις και αποσπάσματα στα λατινικά που γράφτηκε από κάποιον σλάβο ιερωμένο Ι.Τ. Marnavic (1580-1637) και ότι η συγκεκριμένη πληροφορία ήταν ένας μύθος.[
Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄[α] Δραγάσης Παλαιολόγος (8 Φεβρουαρίου 1405 - 29 Μαΐου 1453) ήταν ο τελευταίος βασιλεύων Βυζαντινός αυτοκράτορας, ως μέλος της δυναστείας των Παλαιολόγων, από το 1449 έως το θάνατό του κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). Μετά το θάνατό του, έγινε θρυλική μορφή της ελληνικής λαϊκής παράδοσης ως ο "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς", που θα ξυπνήσει και θα ανακτήσει την Αυτοκρατορία και την Κωνσταντινούπολη από τους Οθωμανούς.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1405 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν το όγδοο από τα δέκα παιδιά του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση, κόρης του Σέρβου ηγεμόνα Κονσταντίν Ντράγκας Ντεγιάνοβιτς[7]. Υπεραγαπούσε τη μητέρα του και πρόσθεσε το επώνυμό της (Δραγάση) δίπλα στο δικό του, όταν ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο[8]. Ήταν ο νεότερος αδελφός του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου Αυτοκράτορα των Ρωμαίων και του Θεόδωρου Β´ Παλαιολόγου, δεσπότη του Μυστρά.
Συχνά αναφέρεται ως πορφυρογέννητος· ελάχιστα είναι γνωστά για την παιδική του ηλικία. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της νεότητάς του στην Κωνσταντινούπολη υπό την επίβλεψη των γονιών του. Επίσης για τη φυσική του εμφάνιση δεν είναι τίποτα γνωστό. Σε νεαρή ηλικία εκπαιδεύτηκε στο κυνήγι, την ιππασία και την πολεμική τέχνη. Τον Νοέμβριο του 1423 ο αδελφός του Ιωάννης Η´ ταξίδεψε στη Βενετία και την Ουγγαρία για αναζήτηση βοήθειας και όρισε τον Κωνσταντίνο ως αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη· έτσι ο Κωνσταντίνος είχε την πρώτη του επαφή με θέση εξουσίας. Του δόθηκε επίσης ο τίτλος του δεσπότη και του παραχωρήθηκε μία περιοχή που εκτεινόταν κατά μήκος των δυτικών ακτών της Μαύρης Θάλασσας, από την πόλη Μεσημβρία στον βορρά μέχρι τον Δέρκο στο νότο.
Δεσπότης του Μυστρά
Από το 1423 σημειώθηκαν κάποιες πρώτες κινήσεις τοποθέτησης του Κωνσταντίνου ως δεσπότη του Μυστρά, διότι ο αδελφός του Θεόδωρος Β´ ήθελε να αποσυρθεί, με σκοπό να μονάσει. Γι' αυτό το λόγο επισκέφθηκε μαζί με τον αδελφό του και Αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ την Πελοπόννησο στις 26 Δεκεμβρίου 1427. Τελικά ο Θεόδωρος Β΄ μεταπείστηκε να παραμείνει.[9] Πείστηκε όμως να παραχωρήσει ο ίδιος στον αδελφό του Κωνσταντίνο ικανό μέρος εδαφών, όπως το λιμάνι της Βοστίτσας, αρκετές κωμοπόλεις και φρούρια στη Λακωνία, την Καλαμάτα και τη Μεσσηνία. Αρχικά η βάση του ήταν η Γλαρέντζα. Ο Κωνσταντίνος βοήθησε τον αδελφό του Ιωάννη Η΄ να εδραιώσει τον βυζαντινό έλεγχο στην Πελοπόννησο, εκστρατεύοντας εναντίον των Λατίνων πριγκίπων, που εξακολουθούσαν να κατέχουν τμήματά της. Εκτός από τις ενετικές κτήσεις στη Μεθώνη Μεσσηνίας, την Κορώνη και το Ναύπλιο, ολόκληρη η χερσόνησος τέθηκε υπό βυζαντινό έλεγχο: τον Ιούλιο του 1428 οι τρεις αδελφοί, ο Ιωάννης Η΄, ο Θεόδωρος Β΄ και ο Κωνσταντίνος, ενώθηκαν για να καταλάβουν την Πάτρα, τελικά οι πολιορκούμενοι δέχθηκαν να καταβάλουν ετήσιο φόρο υποτέλειας. Αργότερα ο Κωνσταντίνος συμμετείχε και στη δεύτερη απόπειρα πολιορκίας της Πάτρας, τον Μάρτιο του 1429, κατά την οποία γλίτωσε το θάνατο ή την αιχμαλωσία, αλλά τελικά κατέλαβε την πόλη. Έτσι, σε ηλικία μόλις 24 ετών διοίκησε με τα αδέλφια του το Δεσποτάτο του Μυστρά.
Ο Κωνσταντίνος διακρίθηκε για την αποφασιστικότητα και τις διοικητικές του ικανότητες. Τον Μάρτιο του 1432 συμφώνησε με τον νεότερο αδελφό του Θωμά Παλαιολόγο (επίσης δεσπότη από το 1430) να ανταλλάξουν τις περιοχές τους και ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε στα Καλάβρυτα, πρώην έδρα του Θωμά. Για να αντισταθμίσει τη βενετική επιρροή προσέγγισε την κοινότητα της Ραγούζα, που και αυτή ενδιαφερόταν να αποκτήσει εμπορικά προνόμια, αλλά τελικά δεν συμφώνησαν. Το 1436 ο Κωνσταντίνος με τον αδελφό του Θεόδωρο Β´ πήγαν στην Κωνσταντινούπολη για να συζητήσουν με τον μεγαλύτερο αδελφό τους Ιωάννη Η´ για το ποιος θα τον αντικαταστήσει όσο θα λείπει στη Σύνοδο της Φλωρεντίας για την ένωση των εκκλησιών. Τελικά επιλέχθηκε να διοριστεί ως συναυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος, επειδή αν και νεότερος του Θεοδώρου ήδη θεωρούνταν πιο άξιος ως διάδοχος του θρόνου. Ο Κωνσταντίνος μετέβη στην πρωτεύουσα, επιβιβαζόμενος στην Κάρυστο της Ευβοίας σε ένα από τα πλοία, που έστειλε ο Πάπας Ευγένιος Δ΄ από την Κρήτη με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Οι ευθύνες του Κωνσταντίνου ως αντιβασιλέα έληξαν την 1η Φεβρουαρίου του 1440, όταν επέστρεψε ο αδελφός του από την Ιταλία. Καθυστέρησε όμως να επιστρέψει στο Μυστρά, επειδή σκεπτόταν να ξαναπαντρευτεί. Τελικά μετά από μεσολάβηση του πιστού συνεργάτη του Γεώργιου Σφραντζή νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Γατελούζου στις 27 Ιουλίου 1441 στη Μυτιλήνη και γύρισε στο Μυστρά τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Τον Ιούλιο του 1442 αναχώρησε εκ νέου εσπευσμένα από το Μυστρά, για να βοηθήσει τον αδελφό του στην Κωνσταντινούπολη, που την πολιορκούσαν προδοτικά ο αδελφός του Δημήτριος Παλαιολόγος με τους Οθωμανούς. Περνώντας από τη Λέσβο για να πάρει τη γυναίκα του, εγκλωβίστηκε από τον οθωμανικό στόλο στη Λήμνο. Πολιορκήθηκε για 27 μέρες στο Παλαιόκαστρο (Μύρινα) όπου από την ταραχή της πέθανε η έγκυος Αικατερίνη. Αν και οι Βενετοί έστειλαν στόλο για να τον πάρουν, τελικά κατόρθωσε να σπάσει την πολιορκία και να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο του ίδιου έτους. Τον Ιούνιο του 1443 ο αδελφός του Θεόδωρος από τον Μυστρά τού πρότεινε να του δώσει το δεσποτάτο και να πάρει τη Σηλυβρία. Τελικά τον Οκτώβριο του 1443 ο Κωνσταντίνος ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά, που τότε ήταν το κέντρο της τέχνης και του πολιτισμού, που ανταγωνιζόταν την Κωνσταντινούπολη[10].
Ως φιλενωτικός είχε και την εκτίμηση της Ρώμης. Αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση του δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της οθωμανικής απειλής. Μετά από πρόταση του περίφημου διδασκάλου του, Γεωργίου Γεμιστού τού λεγόμενου Πλήθωνα, οικοδόμησε τα τείχη του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Κορίνθου.
Το καλοκαίρι του 1444 ο Κωνσταντίνος εισέβαλε στο λατινικό Δουκάτο των Αθηνών. Γρήγορα κατέκτησε τη Θήβα και την Αθήνα, αναγκάζοντας τον Φλωρεντινό δούκα Νέριο Β΄ Ατσαγιόλι, υποτελή του Οθωμανού σουλτάνου, να του αποδώσει φόρο υποτέλειας. Έτσι, επέκτεινε το δεσποτάτο του κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Ο στρατηγός του Ιωάννης Καντακουζηνός κατέλαβε το Λιδωρίκι, που οι κάτοικοί του με χαρά μετονόμασαν "Καντακουζηνούπολη"[11]. Το 1445 o Κωνσταντίνος εξόρμησε με στράτευμα λίγων Ελλήνων, αρκετών Αρβανιτών και 300 Φράγκων που του έστειλε ο σύμμαχός του Φίλιππος Γ΄ της Βουργουνδίας και έφτασε νικηφόρα ώς την Πίνδο, όπου Βλάχοι κι Αλβανοί τον υποδέχτηκαν σαν ελευθερωτή[11]. Νέες ελπίδες δημιουργήθηκαν στον ελληνισμό της Πελοποννήσου.
Όμως το Νοέμβρη του 1446 ο Μουράτ Β΄ οργάνωσε μία μεγάλη εκστρατεία εναντίον του με 50.000-60.000 στρατό[11]. Ο Κωνσταντίνος δεν είχε ούτε τους μισούς κι έστειλε για διαπραγματεύσεις το Γεώργιο Χαλκοκονδύλη, αλλά ο Μουράτ τον συνέλαβε και τον έβαλε φυλακή. Ο Κωνσταντίνος με την υποστήριξη του αδελφού του Θωμά Παλαιολόγου απέρριψε τους ταπεινωτικούς όρους που του ζήτησε ο Μουράτ κι ετοιμάστηκε για μάχη. Με το νέο του πυροβολικό ο σουλτάνος στις 10 Δεκεμβρίου κατέστρεψε το φρούριο στο Εξαμίλιο, την Κόρινθο, τη Σικυώνα(Κιάτο) και τα περίχωρα της Πάτρας (όχι όμως και την ακρόπολή της που την υπερασπίτηκαν οι ντόπιοι), σκοτώνοντας τους έλληνες κι αρβανίτες υπερασπιστές τους[11]. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη και να γίνει φόρου υποτελής στον Σουλτάνο[12].
Αυτοκράτορας
Μαρμάρινο ανάγλυφο με το δικέφαλο αετό στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο Μυστρά με τη σήμανση του σημείου, όπου στέφθηκε Αυτοκράτορας των Ρωμαίων.1/8 σταυράτου του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, 1448-1453, από τα τελευταία Ρωμαϊκά νομίσματα που κόπηκαν.
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Η΄ τον Οκτώβριο του 1448, οι δυνητικοί διάδοχοι του θρόνου της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Κωνσταντίνος και τα μικρότερα αδέλφια του Δημήτριος και Θωμάς, όμως ο Κωνσταντίνος ήταν ο πιο ευνοημένος του τελευταίου Αυτοκράτορα, ο οποίος και το είχε δηλώσει λίγο πριν αποβιώσει. Αυτό επιθυμούσε και η μητέρα του Ελένη Δραγάτση.[13] Η Αυτοκράτειρα έστειλε τον Αλέξιο Φιλανθρωπηνό Λάσκαρι, τον Μανουήλ Παλαιολόγο Ίαγρο και τον Θωμά Παλαιολόγο για να αναγγείλουν δημόσια και να στέψουν το νέο Αυτοκράτορα. Έτσι στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449)[14] Εκκλησιαστική τελετή στέψης στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη δεν έγινε ποτέ, διότι ο Κωνσταντίνος δεν απέρριπτε την ένωση και κάτι τέτοιο θα προκαλούσε την εξέγερση των ανθενωτικών.[15] Άλλωστε, ο ίδιος ο υπέρ της Ένωσης των Εκκλησιών Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Γ΄ αναγκάστηκε, λόγω της λαϊκής αποδοκιμασίας, να αφήσει την έδρα του και να καταφύγει το 1451 στη Ρώμη. (Αξίζει πάντως να ληφθεί υπόψη ότι σύμφωνα με έργο, γραμμένο στα ιταλικά, από τον Έλληνα ιστορικό Θεόδωρο Σπανδωνή, το οποίο βρήκε και δημοσίευσε ο Κωνσταντίνος Σάθας, οι Παλαιολόγοι κατάγονταν από το Viterbo της Ιταλίας.[16]) Όπως και να είναι, αρχικά ο Κωνσταντίνος απευθύνθηκε στον Βενετό διοικητή των Χανίων για να του παραχωρήσει πλοίο για να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά τελικά έφτασε στις 12 Μαρτίου 1449 με καταλανικό πλοίο. [17] Η βασιλεία του διήρκεσε τέσσερα χρόνια, τέσσερις μήνες και εικοσιτέσερις ημέρες.[18] Μεταξύ των πρώτων ενεργειών του ήταν η δρομολόγηση ανακωχής με τους Τούρκους και ο προσεταιρισμός της ανθενωτικής παράταξης.[19] Στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του ζήτησε να αυξηθούν οι φόροι στα εισαγόμενα από τους Βενετούς προϊόντα και εκείνοι αναζήτησαν συμμαχία στον Μωάμεθ Β΄.[20]
Ο θάνατος του Κωνσταντίνου
Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος: μεταγενέστερες προσπάθειες απεικόνισης του τελευταίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα θεωρούνται από υπερβολικές έως φανταστικές[21].
Οι σύγχρονες πηγές των γεγονότων της Άλωσης διαφέρουν ως προς την μαρτυρία τους σχετικά με την τύχη του Αυτοκράτορα. Μερικές δεν κάνουν καμία αναφορά στο θάνατό του, άλλες καταγράφουν απλώς ότι σκοτώθηκε μαχόμενος. Λίγες υποστηρίζουν ότι διέφυγε. Ο στενός του φίλος και συνεργάτης Γεώργιος Σφραντζής, ο μόνος ιστορικός της Άλωσης που την έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας, περιγράφοντας τις τελευταίες στιγμές του Κωνσταντίνου που μάχονταν στην πύλη του Αγίου Ρωμανού γράφει:
"ο βασιλεύς ούν απαγορεύσας εαυτόν, ιστάμενος βαστάζων σπάθην κι ασπίδα είπε λόγον λύπης άξιον: Ουκ εστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ' εμού;" ήν γαρ μονώτατος απολειφθείς. Τότε εις των Τούρκων δους αυτώ κατά πρόσωπον και πλήξας, έπεσε κατα γης ού γαρ ήδεισαν οτι ο βασιλεύς εστί, αλλ' ως κοινόν στρατιώτης τούτον θανατώσαντες αφήκαν"
Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος της Χίου αναφέρει, πως ο Κωνσταντίνος ζήτησε από τους αξιωματικούς του να τον σκοτώσουν και επειδή όλοι αρνούνταν ανακατεύτηκε μέσα στο γενικό μακελειό και σκοτώθηκε ποδοπατούμενος. Ο Βενετός Νικολό Μπάρμπαρο επαναλαμβάνει την ικεσία του Κωνσταντίνου για να τον θανατώσουν, αλλά αναφέρει πως το σώμα του εθέαθη μεταξύ των πτωμάτων και πως φημολογείτο πως κρεμάστηκε. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος αναφέρει, πως έπεσε μαχόμενος στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ το κεφάλι του αποκόπηκε και δωρήθηκε στον Μωάμεθ Β΄. Αυτό επανέλαβαν οι Δούκας και Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ενώ ο Βενετός Ιάκωβος Τεντάλι λέει, πως ίσως χάθηκε το κεφάλι του[22]. Ο Κωνσταντίνος Μιχαήλοβιτς της Οστρόβιτσα στα απομνημονεύματά του αναφέρει, πως αφού σκοτώθηκε σε ρήγμα του τείχους, το κεφάλι του αποκόπηκε από έναν γενίτσαρο ονόματι Σαριέλλη, που το δώρησε στον σουλτάνο[23]. Για τους Τούρκους χρονογράφους και ιστορικούς ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας πανικόβλητος, τράπηκε σε φυγή, αλλά μετά από συμπλοκή τελικά αποκεφαλίστηκε[24]. Ο Βενετός Νικόλαος Σαγκουντίνο αναφέρει, πως ο Ιουστινιάνης, διαπιστώνοντας το μάταιο της άμυνάς του, ζήτησε να διαφύγει ο Κωνσταντίνος με ασφάλεια, αλλά εκείνος αρνήθηκε, θέλοντας να πεθάνει μαζί με την Αυτοκρατορία του[25]. Γενικά ομοφώνως οι πηγές αναφέρουν, πως σκοτώθηκε και το πτώμα του, που βρέθηκε, αποκεφαλίστηκε. Τρεις μόνο πηγές αναφέρουν, πως διέφυγε από την πόλη: ο Σαμίλε ή Σαμουήλ, Έλληνας επίσκοπος, ο Αρμένιος ποιητής Αβραάμ Αγκύρας και ο Νίκολα ντελα Τούτσια[26]. Ο Αινείας Σύλβιος, κατοπινός Πάπας Πίος Β΄ αναφέρει, πως εγκατέλειψε τη θέση του από δειλία, μα τελικά σκοτώθηκε. Ίσως αναπαράγει ψευδή πληροφορία από τους Σέρβους, που την άντλησαν από τους Τούρκους, στο πλευρό των οποίων πολεμούσαν[27]. Για τον τόπο θανάτου του αναφέρεται το ρήγμα του τείχους, κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ή η Χρυσή Πύλη[28]. Όπως επισημαίνει και ο Ντόναλντ Νίκολ, «η αφθονία αλληλοσυγκρουόμενων μαρτυριών καθιστά αδύνατον το να βεβαιωθεί κανείς σχετικά με τον τόπο και τον τρόπο θανάτου του Κωνσταντίνου»[29].
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος θεωρείται από κάποιους εθνομάρτυρας και αποκαλείται συχνά και ανεπίσημα ως «εθνικός ήρωας»[30] αν και δεν έχει ανακηρυχθεί άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Σύζυγοι και υποψήφιες σύζυγοι
Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Μανταλένα Τόκκο, ανιψιά του Καρόλου Α΄ Τόκκου δεσπότη της Ηπείρου, η οποία, μετά το γάμο τους την 1η Ιουλίου 1428 σε μια τελετή κοντά στην Πάτρα, έγινε ορθόδοξη και άλλαξε το όνομά της σε Θεοδώρα. Για προίκα έλαβε όσα φρούρια ανήκαν στο θείο της Κάρολο Α΄ στην Πελοπόννησο. Αυτή πέθανε στο Σανταμέρι της Αχαΐας τον Νοέμβριο του 1429. Ενταφιάστηκε στην Γλαρέντζα, αλλά αργότερα το λείψανό της μεταφέρθηκε στη μονή του Ζωοδότη Χριστού στην Σπάρτη.
Η δεύτερη σύζυγός του ήταν η Κατερίνα Γκαττιλούζιο, κόρη του Ντορίνο Α΄ Γκαττιλούζιο αυθέντη της Λέσβου, την οποία νυμφεύθηκε στην πόλη της Μυτιλήνης τον Αύγουστο του 1441, αλλά την άφησε στον πατέρα της και αναχώρησε για τον Μυστρά.[36] Η Κατερίνα ήταν έγκυος όταν αρρώστησε και πέθανε τον Αύγουστο του 1442 κατά την πολιορκία της Λήμνου από τους Οθωμανούς. Τάφηκε στο Παλαιόκαστρο(Μύρινα) της Λήμνου.[37]
Η αναζήτηση συζύγου με σκοπό τη διαιώνιση της Παλαιολόγειας δυναστείας είχε απασχολήσει τον Κωνσταντίνο ΙΑ´, από τότε που ήταν στον Μυστρά. Είχε στείλει απεσταλμένο στον βασιλιά Αλφόνσο Ε´ της Αραγωνίας με σκοπό τη σύναψη συμμαχίας μέσω γάμου. Μία πρόταση αφορούσε το γάμο με τη Βεατρίκη, κόρη του Πέδρο, αδελφού του Αλφόνσου Ε´. Επίσης γι' αυτό το σκοπό πήγε απεσταλμένος στο βασίλειο της Γεωργίας και την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Ο Σφραντζής επίσης είχε την ιδέα να νυμφευθεί ο Κωνσταντίνος τη θετή μητέρα του Μωέμεθ Β´ και χήρα του Μουράτ Β΄, τη Μαρία ή Μάρα Μπράνκοβιτς, κόρη του Σέρβου δεσπότη Γεωργίου Μπράνκοβιτς, ο οποίος και βολιδοσκοπήθηκε. Όμως η ίδια η Μαρία δεν ήθελε.[38] Τελικά ο Κωνσταντίνος πέθανε χήρος και χωρίς απογόνους.[39]
Απεικονίσεις του Κωνσταντίνου ΙΒ΄ Παλαιολόγου
Σφραγίδα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου με την επιγραφή KΩNCTANTINOC ΕΝ ΧΩ [ΤΩ ΘΩ ΠΙCTOC] ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ [ΡΩΜΑΙΩΝ] Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC.
Σε δύο σφραγίδες εγγράφων που έχουν φτάσει μέχρι την εποχή μας, υπάρχουν προσωπογραφίες του Κωνσταντίνου. Πρόκειται, στη μια περίπτωση, για σφραγίδα χρυσόβουλλου προς την Κοινότητα της Ραγούζας και σήμερα είναι στο Ντουμπρόβνικ. Η άλλη είναι σε επιστολή προς τον Μπόρσο ντ' Έστε μαρκήσιο της Φερράρα. Και στις δύο απεικονίζεται σε ηλικία άνω των 45 ετών. Δεν είναι ρεαλιστικές, αλλά μάλλον συμβατικές απεικονίσεις γενειοφόρου Ρωμαίου Αυτοκράτορα της περιόδου.[40] Το 1974 ανακαλύφθηκε ένα νόμισμα με προχειροφτιαγμένη προτομή γενειοφόρου Αυτοκράτορα. Ένα χειρόγραφο του 15ου αι. του Βυζαντινού Χρονικού του Ζωναρά, που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη των Έστε στην Μοντένα, είναι διακοσμημένο με μικροσκοπικά πορτραίτα κεφαλής όλων των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Μεταξύ αυτών απεικονίζεται και ο Κωνσταντίνος ΙΒ΄ Παλαιολόγος: εικονίζεται ένας στρογγυλοπρόσωπος άνδρας, με γενειάδα κοντύτερη από εκείνη του αδελφού του Ιωάννη Η´ και αρκετά λιγότερη πυκνή από τη γενειάδα του πατέρα του Μανουήλ Β´.[41] Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, που αναγράφεται στον Α΄ τόμο του ιστορικού μυθιστορήματος Οι Μαυρόλυκοι του Θ. Πετσάλη-Διομήδη, ήταν ένας "κοντόχοντρος άνθρωπος, απλός, γεμάτος καλωσύνη... αλλά παλληκάρι".[42]
Ο Κωνσταντίνος ΙΒ΄ Παλαιολόγος των θρύλων
Θρύλοι για την οικογενειακή του κατάσταση
Από τις Σλαβικές εκδοχές του Ημερολογίου του Νέστορα Ισκεντέρ, διαδόθηκε ο θρύλος, πως ο Κωνσταντινος άφησε μια χήρα Αυτοκράτειρα και έναν γιο ή κόρες. Ο ίδιος θρύλος επαναλαμβάνεται σε επιστολή προς τον Πάπα Νικόλαο Ε´ από τον Αινεία Σύλβιο, ο οποίος αναφέρει πως ο Μωάμεθ Β´ ζήτησε να του φέρουν τη σύζυγο και τις κόρες του τελευταίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα με σκοπό να τις ατιμάσει και να τις δολοφονήσει. Επίσης πως ο γιος διέφυγε στο Πέραν (Γαλατά). Ο Γάλλος Ματιέ ντε Κουσσύ αναπαράγει την ίδια πληροφορία περί της συζύγου του Αυτοκράτορα και ο Μεγάλος Λογοθέτης Ιέρακας επίσης, δια του οποίου περνά στο Ελληνικό χρονικό των Σουλτάνων και στον Μαρτίνο Κρούσιο.[43] Για άλλους ιστορικούς είχε λογοδοθεί με την Άννα Παλαιολογίνα, κόρη του Μεγάλου Δούκα Λουκά Νοταρά, όμως αυτή ζούσε στην Ιταλία πριν το 1453. Για Τούρκους χρονογράφους είχε αρραβωνιστεί μια κόρη του βασιλιά της Γαλλίας, κάτι που επίσης δεν ισχύει.[44]
Θρύλοι για τον τόπο ταφής του[Επεξεργασία
Ο Θεόδωρος Σπανδωνής ή Σπαντουνίνο αναφέρει, πως το πτώμα του αναζητήθηκε από τον Μωάμεθ Β΄ και όταν βρήκε τη σορό, τον θρήνησε και τον έθαψε, αλλά κατά τον Σπανδωνή δεν υπάρχει πουθενά ο τάφος του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μακάριος Μελισσηνός αναφέρει, πως τάφηκε στην Αγία Σοφία, κάτι που απορρίπτεται ως μυθώδες. Ο Εβλιγιά Τσελεμπί αναφέρει ως τόπο ταφής του τη μονή της Περιβλέπτου, αλλά εκεί έχει ταφεί ένας προγενέστερος Αυτοκράτορας. Τούρκος ιστορικός του 19ου αιώνα λέει, πως τάφηκε στο Μπαλουκλί, στη μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Ο Πατριάρχης Κωνστάντιος του Σινά αναφέρει πως Τούρκοι ιμάμηδες και χριστιανοί επισκεπτόταν το τέμενος Γκιουλ Καμί, τον πρώην ναό της Αγίας Θεοδοσίας, ως τόπο ταφής του Κωνσταντίνου. Τέλος Τούρκοι διέδιδαν, πως ετάφη στο Βέφα Μεϊντάν, αλλά μάλλον εκεί ήταν θαμμένος κάποιος δερβίσης ή Τούρκος στρατιώτης, που εκτελέστηκε από τον Σουλτάνο, επειδή σκότωσε τον Αυτοκράτορα και δεν τον συνέλαβε ζωντανό. Τέλος άλλη παράδοση αναφέρει, πως ετάφη στον ναό των Αγίων Αποστόλων, αλλά το σώμα του μεταφέρθηκε αργότερα στο Γκιουλ Τζαμί. Πιθανώς ετάφη σε έναν κοινό τάφο μαζί με τους ένοπλους συντρόφους τους και τους εχθρούς του.[45]
Θρύλοι για το ότι δεν πέθανε
Ο θρύλος πως τελικά δεν πέθανε και πως θα επιστρέψει, καλλιεργήθηκε από τα πρώτα χρόνια της Άλωσης: στο ποίημα Άλωση της Πόλης του ψευδο-Γεωργιλλά, ο Μωάμεθ έψαξε να βρει το πτώμα του νεκρού Παλαιολόγου, χωρίς να το εντοπίσει. Στο Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης ικετεύονται οι Κρήτες στρατιώτες να του κόψουν το κεφάλι και να το μεταφέρουν στην Κρήτη για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.[46]
Το ξίφος του Κωνσταντίνου ΙΑ' φέρει την επιγραφή CY BACIΛΕΥ ΑΗΤΤΗΤΕ ΛΟΓΕ ΘΕΟΥ ΠΑΝΤΑΝΑΞ ... ΤΩ ΗΓΕΜΟΝΙ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩ ΑΥΘΕΝΤΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΩ
Θρύλοι για το ξίφος του
Τον 19ο αιώνα ένας Ιταλός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη συγκέντρωσε μια ιδιωτική συλλογή όπλων και πανοπλιών, που την εξέθεσε αργότερα στο Τορίνο. Ανάμεσα στα αντικείμενα ήταν και ένα ξίφος σκαλισμένο με Χριστιανικές φιγούρες και με ελληνιστί αφιέρωση σε έναν Αυτοκράτορα ονόματι Κωνσταντίνο. Το 1857 ο Γάλλος Βικτόρ Λανγκλουά το εξέτασε και αποφάνθηκε, πως ήταν το ξίφος του Κωνσταντίνου, προερχόμενο από τον τάφο του Μωάμεθ Β´.[47]
Ο Κωνσταντίνος ΙΒ΄ Παλαιολόγος στην ελληνική λογοτεχνία
Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος ήταν συγγραφέας του θεατρικού Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, πεντάπρακτη τραγωδία του Ιωάννη Ζαμπέλιου, είναι το μοναδικό έργο που διασώζεται και γράφτηκε το πρώτο τρίτο του 19ου αιώνα. Η υπόθεση αφορά τις τελευταίες ώρες του τελευταίου Ρωμαίου αυτοκράτορα. Αν και χαρακτηρίζεται από τον συγγραφέα του έργο εθνικής υποθέσεως, δεν θεωρεί τον Κωνσταντίνο Έλληνα Αυτοκράτορα, αλλά απόγονο των Αυγούστων. Ο Ζαμπέλιος θέλει να εξάρει τα στοιχεία του ηρωισμού και της τραγικότητας στην προσωπικότητα του Παλαιολόγου, , αποσιωπώντας τον φιλενωτισμό του και προβάλλοντας 15 φορές στο έργο του την αφοσίωση του Αυτοκράτορα στην Ορθόδοξη πίστη. Η προσωπικότητα του Κωνσταντίνου σε αυτό το έργο είναι πιο πολύ στρατευμένη στην πατριωτική ιδέα και ελάχιστα αντανακλά την ιστορική προσωπικότητα του Κωνσταντίνου. Το πατριωτικό θέμα του έργου και η μεγάλη θεατρική του επιτυχία, αποτελούν το κίνητρο για τη συγγραφή ενός ακόμα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ο οποίος εκδίδεται το 1847.[53] Είναι έργο του Κωνσταντίνου Τιμολέοντος Βούλγαρη.[54] Εδώ ο πρωταγωνιστής είναι ένας Χριστιανός Αυτοκράτορας, που υποστηρίζει την πίστη του. Η μορφή του τελευταίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα εμφανίζεται σε διάφορα ποιήματα του Γεωργίου Βιζυηνού, όπως το Ο τελευταίος Παλαιολόγος (1883) και το Προς τον βασιλέα των Ελλήνων, που απευθύνεται προς τον Βασιλιά Γεώργιο Α´. Σε αυτό ο Παλαιολόγος έχει ξυπνήσει, ενοχλημένος από την Βουλγαρική απειλή και περιμένει τον Γεώργιο Α΄ να του παραδώσει την ρομφαία του.[56] Ένα ακόμη έργο αφιερωμένο στην προσωπικότητα τού τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα είναι το μυθιστόρημα του Κώστα Κυριαζή υπό τον τίτλο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (2 τόμοι, έτος 1952).
Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Η άλωση αυτή της Κωνσταντινούπολης, σήμανε και το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το Βυζάντιο ήταν ήδη εξασθενημένο και διαιρεμένο τους τελευταίους δύο αιώνες, σκιά της παλιάς Αυτοκρατορίας. Η Άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους και αργότερα, μετά την επανάκτησή της το 1261, οι πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, η αδυναμία βοήθειας από την Δύση, η άσχημη οικονομική κατάσταση και η φυγή ανθρώπινου δυναμικού, οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση και συρρίκνωση. Η κατάληψη της Καλλίπολης το 1354 από τους Οθωμανούς, η οποία έφερε ορδές φανατικών μουσουλμάνων πολεμιστών στην Ευρώπη, σταδιακά κύκλωσε εδαφικά το Βυζάντιο, το οποίο έγινε το 1373 φόρου υποτελές στον Οθωμανό σουλτάνο. Έτσι, η Άλωση ήλθε ως φυσικό αποτέλεσμα και της αδιάκοπης επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη περιοχή. Οι συγκρούσεις ήταν ιδιαίτερα άνισες υπέρ των Τούρκων, σε σημείο που να μνημονεύεται από τις πηγές το τετελεσμένο της έκβασης της πολιορκίας. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στον ηρωισμό των πολιορκημένων και ιδιαίτερα του Αυτοκράτορα. Το γεγονός της πτώσης της «θεοφυλάκτου Πόλεως», άφησε βαθιά ίχνη στις πηγές της εποχής.
Απόρροια της Άλωσης ήταν η ανελέητη συνέχιση της εδαφικής προώθησης των Τούρκων στην Β. Αφρική και στην Κεντρική Ευρώπη. Κατά τα τέλη του 17ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της, απειλώντας την Βιέννη. Πολλές φορές η Άλωση της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς ως γεγονός που σηματοδοτεί το τέλους του Μεσαίωνα και την έναρξη της Αναγέννησης και της Εποχής των Ανακαλύψεων. Πολλοί μάλιστα εξ αυτών συμφωνούν στο ότι η μαζική μετακίνηση πολλών Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία λόγω της Άλωσης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του περιεχομένου και της φιλοσοφίας που ακολούθησαν τα πρόσωπα της Αναγέννησης.
Πηγές[Επεξεργασία
Οι διάφορες πηγές που περιγράφουν αναλυτικά τις τελευταίες στιγμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προέρχονται από επιφανείς ιστορικούς της εποχής και είναι καταγεγραμμένες σε διάφορες γλώσσες: ελληνικά, λατινικά, ιταλικά, σλάβικα, τούρκικα. Οι τέσσερις κυριότερες ελληνικές πηγές ποικίλουν ιδιαίτερα ως προς την εκτίμηση των γεγονότων. Ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας, επιφανής ιστορικός, αξιωματούχος και διπλωμάτης Γεώργιος Σφραντζής, που έλαβε και ο ίδιος μέρος στην πολιορκία και ήταν στενός φίλος του Αυτοκράτορα, περιέγραφε τις τελευταίες ημέρες του Βυζαντίου με σκοπό την αποκατάσταση της τιμής του ηττημένου Κωνσταντίνου ΙΑ΄, της ταπεινωμένης του χώρας και της προσβεβλημένης ορθόδοξης πίστης. Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος, που είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο των Τούρκων, περιγράφει τα γεγονότα από το πρίσμα ενός υπηκόου της νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και ποτέ δεν επιτίθεται κατά των Ελλήνων συμπατριωτών του. Ο Δούκας, υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών, τονίζει την ανάγκη συνεργασίας του Βυζαντίου με τις δυτικές δυνάμεις της εποχής. Μνημονεύει ιδιαίτερα τον Γενουάτη Ιωάννη Ιουστινιάνη, ο οποίος θα συνεισφέρει στην άμυνα της πόλης για κάποιο χρονικό διάστημα. Τέλος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης επιλέγει ως κύριο θέμα της ιστορίας του όχι το Βυζάντιο αλλά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τονίζοντας την ραγδαία επέκτασή της. Το έργο του Χαλκοκονδύλη όμως είναι ιδιαίτερα γενικού χαρακτήρα και ο ίδιος δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων[2].
Από τις Λατινικές πηγές ξεχωρίζει από τον καρδινάλιο Ισίδωρο η «Έκκληση προς όλους τους πιστούς του Χριστού» (Ad universos Christifideles de expugnatione Constantinopolis), ο οποίος μόλις που διέφυγε την αιχμαλωσία από τους Τούρκους. Ο Λεονάρδος ο Χίος, Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Λέσβου, έστειλε μια έκθεση προς τον Πάπα, που παρουσιάζει τα γεγονότα της Άλωσης ως θεία τιμωρία των Βυζαντινών λόγω της απομάκρυνσής τους από την Καθολική πίστη. Από τις σημαντικότερες πηγές είναι το «Ημερολόγιο της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως», του Βενετού Νικόλαο Μπάρμπαρο, που περιγράφει μέρα προς μέρα τις συγκρούσεις. Αξιόλογα έργα έχει να παρουσιάσει και η ρωσική γραμματεία. Τέλος, υπάρχουν και τουρκικές πηγές που παρουσιάζουν τα γεγονότα από το πρίσμα του θριαμβεύοντος και νικηφόρου Ισλάμ και του εκπροσώπου του, Μωάμεθ Β΄. Οι τουρκικές πηγές είναι εμπλουτισμένες και από θρύλους, σχετικούς με την Κωνσταντινούπολη και τον Βόσπορο[3].
Κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η ευρύτερη περιοχή το 1450.
Κατά τα 1.100 χρόνια ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη είχε πολιορκηθεί αρκετές φορές αλλά μόνο μία φορά είχε πέσει στα χέρια των εχθρών, το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας. Μετά το 1204 στην πόλη εγκαθιδρύθηκε ένα αδύναμο Λατινικό βασίλειο και οι υπόλοιπες περιοχές της Αυτοκρατορίας είχαν διασπαστεί σε επί μέρους βασίλεια. Ένα από αυτά, η ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας κατάφερε να επικρατήσει στην περιοχή και να ανακτήσει την Πόλη το 1261. Τους επόμενους δύο αιώνες, η εξασθενημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεχόταν συνεχείς επιθέσεις από Λατίνους, Σέρβους, Βουλγάρους και ιδιαίτερα από τους Οθωμανούς Τούρκους. Το 1453 στην Αυτοκρατορία ανήκαν εκτός από την ίδια την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, το μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου, με επίκεντρο τον Μυστρά. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ένα ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε το 1204 στην άκρη της Μικράς Ασίας και κατάφερε να επιβιώσει όλο αυτό το διάστημα, αποτελούσε εντελώς ξεχωριστή από το Βυζάντιο πολιτική οντότητα.
Οι αντίπαλοι ηγέτες
Μωάμεθ Β΄
Πορτραίτο του Μωάμεθ Β΄, από τον Τζεντίλε Μπελλίνι (Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη). Σύμφωνα με μια παράδοση ο Μωάμεθ διαφώνησε με τον Μπελλίνι για το πώς έπρεπε να απεικονίζεται ο ανθρώπινος λαιμός. Για να λύσει το πρόβλημα, ο σουλτάνος διέταξε να φέρουν μπροστά τους έναν δούλο, τον οποίο έβαλε να αποκεφαλίσουν επιτόπου.
Στο οθωμανικό στρατόπεδο, ο Μωάμεθ Β΄, είκοσι ενός μόλις ετών (το 1453), χαρακτήρας, όπως υποστηρίζει ο βυζαντινολόγος Βασίλιεφ, ιδιαίτερα σκληροτράχηλος, φιλοπόλεμος, υπέκυπτε γενικά σε κατώτερα πάθη, ταυτόχρονα όμως έδειχνε ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη μόρφωση, ενώ κατείχε και τα χαρίσματα του στρατηγού, του πολιτικού και του οργανωτή. Ο Γ. Σφραντζής αναφέρει ότι ασχολούνταν με ιδιαίτερο ζήλο με τις επιστήμες, παράλληλα έτρεφε ενδιαφέρον για την αστρολογία, διάβαζε παραμύθια και μιλούσε εκτός από τουρκικά και άλλες πέντε γλώσσες. Οι μουσουλμανικές πηγές εξυμνούν την ευσέβειά του και την προστασία που παρείχε στους ομοθρήσκους του λογίους.[4]
Η επιθυμία να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη είχε γίνει έμμονη ιδέα για τον νεαρό σουλτάνο: διασώζεται ότι έμενε άυπνος για συνεχείς νύχτες, χαράσσοντας στο χαρτί το σχέδιο της πόλης και σημειώνοντας τα σημεία που μπορούσαν να προσβληθούν ευκολότερα. Αφού αποφάσισε να δώσει το τελικό χτύπημα στην Πόλη, ο Μωάμεθ άρχισε να εργάζεται με εξαιρετική προσοχή. Πρώτα έκτισε, στα βόρεια της πόλης, στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, στο πιο στενό σημείο του, ένα ισχυρό φρούριο, το Ρούμελι Χισάρ (ή Μπογάζ Κεσέν, στα τουρκικά «Λαιμοκόφτης»). Τα κανόνια που τοποθετήθηκαν εκεί ήταν ό,τι πιο προηγμένο είχε να επιδείξει η πολεμική τεχνολογία της εποχής. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία στους Βυζαντινούς, που πίστεψαν πια ότι πλησιάζει το τέλος τους. Το οχυρωματικό αυτό έργο απέκοπτε, σε συνδυασμό με το προϋπάρχον οχυρό στην απέναντι ασιατική ακτή (Ανατολού-χισάρ), την θαλάσσια επικοινωνία της Κωνσταντινούπολης με τα λιμάνια του Εύξεινου πόντου, στερώντας έτσι πολύτιμες ενισχύσεις και εφόδια για την πόλη[5]. Αμέσως μετά, ο Μωάμεθ Β΄ έστειλε τον Τουραχάν μπέη να εισβάλει στις βυζαντινές περιοχές της Πελοποννήσου, για να εμποδίσει την αποστολή ενισχύσεων από τους αδελφούς του Κωνσταντίνου, οι οποίοι διοικούσαν το Δεσποτάτο του Μυστρά[6].
Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος
Φανταστικό πορτραίτο του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου
Η περιοχή που αναγνώριζε την εξουσία του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη, με τις πλησιέστερες προς αυτήν εκτάσεις της Θράκης, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου (Μορέως), η οποία βρίσκονταν μακριά από την βασιλεύουσα και κάτω από την ουσιαστική κυριαρχία των αδελφών του Αυτοκράτορα.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ κατέβαλε γενναιόδωρες προσπάθειες να περισώσει από την Αυτοκρατορία ό,τι ήταν δυνατό, ο ίδιος ως χαρακτήρας διακρινόταν για την ενεργητικότητα και την ανδρεία του. Ένας Ιταλός ανθρωπιστής, ο Φραντσέσκο Φίλελφο, τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο «με ευσεβές και ανώτερο πνεύμα». Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο βυζαντινός Αυτοκράτορας κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια σε αυτόν τον άνισο αγώνα, μετέφερε στην πόλη όλες τις ποσότητες σιτηρών που ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν και επισκεύασε τα τείχη της πόλης. Η είσοδος του Κεράτιου κόλπου κλείσθηκε με βαριά αλυσίδα, όπως συνέβαινε κάθε φορά σε επικείμενες καταστάσεις πολιορκίας για να αποτραπεί η διείσδυση του εχθρικού στόλου. Η φρουρά της πόλης όμως μόλις έφθανε τις λίγες χιλιάδες.
Ο Αυτοκράτορας στράφηκε για βοήθεια και προς τα κράτη της Δύσης. Τελικά σοβαρές στρατιωτικές ενισχύσεις δεν κατέφθασαν ποτέ στην πόλη. Αντί για στρατιωτική βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη έφθασε ένας καρδινάλιος, ελληνικής καταγωγής, ο Ισίδωρος, που είχε λάβει παλαιότερα μέρος στην Σύνοδο της Φλωρεντίας. Ο Ισίδωρος τέλεσε και μια λειτουργία στην Αγία Σοφία, το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε μεγάλη αναταραχή μεταξύ των ανθενωτικών της πόλης και αποδοκιμασία του Παλαιολόγου. Ένας από τους πιο σημαντικούς βυζαντινούς στρατηγούς του Αυτοκράτορα, ο Λουκάς Νοταράς, είπε:
Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν.[εκκρεμεί παραπομπή]
Παρατάξεις
Ο Οθωμανικός στρατός
Ίσως να θεωρείται βέβαιο από τις πηγές ότι ο στρατός του Μωάμεθ Β΄ ήταν τουλάχιστον 150.000 άντρες. Σύμφωνα όμως με νεότερους ιστορικούς τα τακτικά στρατεύματα πρέπει να έφταναν τους 35.000-45.000 στρατιώτες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες[7]. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν το επίλεκτο σώμα 11.000 γενιτσάρων και αρκετοί χριστιανοί υποτελείς των Οθωμανών[8]. Το στράτευμα συνίστατο σε πεζικό, ιππικό, πυροβολικό. Επίσης υπήρχαν ελαφρά σώματα από τοξότες, σφενδονιστές και ακοντιστές. Όλοι οι πολεμιστές ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλο, αμυντικό ή επιθετικό και έφεραν ασπίδες, επενδυμένες με σίδερο, κράνη, τόξα και βέλη, ξίφη και οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν κατάλληλο για τειχομαχία. Ο στρατός ήταν άριστα εκπαιδευμένος και οργανωμένος και επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός. Ο οθωμανικός στρατός φαινόταν πολύ μεγαλύτερος γιατί τον ακολουθούσε μεγάλος αριθμός από επικουρικό προσωπικό. Επί πλέον είχαν συγκεντρωθεί ατελείωτα πλήθη Τούρκων ατάκτων, που τους προσέλκυσε η προοπτική της λεηλασίας[9]. Επίσης πολυάριθμοι φανατικοί μουσουλμάνοι μοναχοί (δερβίσηδες) και ιερωμένοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες και με κηρύγματα τόνωναν την πολεμική ορμή τους.
Ο Μωάμεθ γνώριζε ότι χωρίς να μπορέσει πρώτα να ελέγξει την θαλάσσια περιοχή της πόλης πολύ δύσκολα θα κατάφερνε την άλωση της μόνο από την ξηρά. Γι΄ αυτό αποφάσισε να δημιουργήσει ένα ισχυρό στόλο που αποτελούνταν από 6 τριήρεις (οι οποίες αντί για τρεις παράλληλες σειρές κωπήλατων που είχαν οι αρχαίες, αυτές είχαν μία με τρεις κωπηλάτες), 10 διήρεις, περίπου 15 γαλέρες, περίπου 70 φούστες, 20 παραντάρια και έναν άγνωστο αριθμό από καΐκια και κότερα[10]. Το μέγεθός του πρέπει να έφτανε τις 150 μονάδες[11]. Ο σουλτάνος προσωπικά επέλεξε με προσοχή τους αξιωματικούς που θα τον στελέχωναν, ενώ ως διοικητή του επέλεξε έναν Βούλγαρο εξωμότη, τον Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου[12].
Η τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, γαλλική μινιατούρα της εποχής, 15ος αιώνας
Όμως εκεί πού έδωσε την μεγαλύτερη προσοχή ο σουλτάνος ήταν στην κατασκευή πυροβόλων που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα ισχυρά τείχη που προστάτευαν την Κωνσταντινούπολη. Ο Μωάμεθ Β΄ υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης που είχε στην διάθεσή του πραγματικά οργανωμένο πυροβολικό. Ο άνθρωπος που το αναβάθμισε και το έκανε το καλύτερο της εποχής του ήταν ένας επιδέξιος τεχνίτης, ο Ουρβανός, ο οποίος ήταν ουγγρικής ή σαξονικής καταγωγής[13]. Το μεγαλύτερο πυροβόλο που έφτιαξε ο Ουρβανός είχε μήκος 8 μέτρα και εκτόξευε πέτρινα βλήματα βάρους περίπου 400 κιλών. Συνολικά το οθωμανικό πυροβολικό είχε 70 πυροβόλα από τα οποία τα 11 εκτόξευαν βλήματα 250 κιλών και πάνω από 50 χρησιμοποιούσαν βλήματα 100 κιλών. Με αυτά ο Μωάμεθ σχημάτισε 14 πυροβολαρχίες, 9 από τις οποίες περιλάμβαναν μικρότερου διαμετρήματος πυροβόλα και 5 που περιλάμβαναν τα μεγαλύτερα πυροβόλα[14]. Ο ιστορικός Κριτόβουλος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι που άνοιγαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη αποδείχθηκαν εντελώς περιττοί καθώς τα κανόνια έδωσαν την λύση στο θέμα. Ακόμη και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ορατά σε πολλά σημεία της πόλης τα τεράστια βλήματα που βρίσκονταν στην ίδια θέση που είχαν πέσει το 1453[15].
Οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης
Σχετικά με το στρατό των αμυνόμενων, εγκυρότερη θεωρείται η αναφορά του Σφραντζή, ο οποίος ανέλαβε την καταμέτρηση των δυνάμεων κατ' εντολή του αυτοκράτορα. Ο Σφραντζής αναφέρει 4.937 βυζαντινούς και περίπου 2000 ξένους[16]. Από τους ξένους ξεχωρίζαν οι 700 κατάφρακτοι στρατιώτες που έφθασαν στην βυζαντινή πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1453 με δύο γενουάτικα πλοία. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος απένειμε στον αρχηγό τους Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο, έμπειρο πολεμιστή, τον τίτλο του πρωτοστάτορος (αρχιστρατήγου) και του ανέθεσε την άμυνα της πόλης[17]. Σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός δεν πρέπει να υπερέβαινε τους 8.500[18].
Οι βυζαντινοί διέθεταν και πυροβολικό, μικρότερο σε μέγεθος διαμετρημάτων σε σχέση με το οθωμανικό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις πρώτες μέρες τις πολιορκίας και μετά σίγησε λόγω της ελάχιστης ποσότητας πυρίτιδας και βλημάτων, αλλά και τις διαφωνίας στον τρόπο χρήσης αυτών των όπλων [19].
Στην αρχή τις πολιορκίας υπήρχαν στον Κεράτιο κόλπο 26 πλοία πολεμικά. Από αυτά 10 ανήκαν στο Βυζάντιο, 5 ήταν βενετικά, 5 γενοβέζικα, 3 κρητικά, 1 από την Ανκόνα, 1 από την Καταλωνία και 1 από την Προβηγκία. Υπήρχαν επίσης μικρότερα σκάφη και εμπορικά πλοία των Γενοβέζων που ήταν ελλιμενισμένα στο Πέραν[20].
Τα τείχη της πόλης
Κύριο λήμμα: Θεοδοσιανά τείχη
Η μορφή της περιτειχισμένης Κωνσταντινούπολης μπορεί να περιγραφεί ως τριγωνική. Ως βάση του τριγώνου ήταν τα χερσαία τείχη ενώ οι πλευρές του, που αποτελούσαν και την ακτογραμμή της πόλης, σχηματιζόταν από τα θαλάσσια τείχη[21].
Σχεδιαστική τομή των χερσαίων τειχών της Κωνσταντινούπολης
Τα χερσαία (ή Θεοδοσιανά) τείχη, που είχαν μήκος 5.570 μέτρων περίπου, εκτεινόταν από την αποβάθρα των Πηγών στην ακτή της Προποντίδας μέχρι τη συνοικία των Βλαχερνών. Σε όλο τους το μήκος ήταν διπλά, με εκείνο που έβλεπε προς την πόλη έφερε την ονομασία Έσω Τείχος και εκείνο που έβλεπε προς την πεδιάδα ονομαζόταν Έξω Τείχος. Η κύρια γραμμή άμυνας των βυζαντινών ήταν το Έσω τείχος, που είχε ύψος 12 μέτρα και πλάτος 5 μέτρα, και περιλάμβανε 96 πύργους ύψους 18 ως 20 μέτρα ο καθένας. Οι πύργοι αυτοί απείχαν μεταξύ τους 55 μ. περίπου. Το Έξω Τείχος είχε 8,5 μέτρα ύψος και 2 μ. πλάτος και είχε επίσης 96 πύργους, που είχαν ύψος 10 μ. περίπου και ήταν τοποθετημένοι έτσι ώστε να βρίσκονται στο κέντρο του κενού που άφηναν ανάμεσά τους οι εσώπυργοι. Τα τείχη απείχαν μεταξύ τους 15 έως 20 μ. ενώ ο χώρος που υπήρχε μεταξύ τους ονομαζόταν από τους βυζαντινούς «Περίβολος». Σε όλο το μήκος του Έξω Τείχους και σε απόσταση 15 έως 17μ. περίπου από αυτό υπήρχε τάφρος που το πλάτος της ήταν 19 μέχρι 21 μ. και το βάθος της περίπου 10 μ. Τα χερσαία τείχη είχαν 10 πύλες[22].
Η πρόσβαση στην πόλη από την θάλασσα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες χάρης σε ένα ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα στον Βόσπορο, τους βόρειους ανέμους αλλά και μια σειρά από ξέρες και ύφαλους που υπήρχαν στην Προποντίδα. Έτσι, για την προστασία των ακτών αρκούσε μόνο μια σειρά τειχών. Το παραθαλάσσιο τείχος του Κερατίου κόλπου εκτείνονταν από την συνοικία των Βλαχερνών μέχρι την παλαιά Ακρόπολη και είχε ύψος 10μ. περίπου, 17 πύλες, 110 πύργους και μήκος 5.600 μ. Στην εξωτερική πλευρά του υπήρχε μια στενή λωρίδα γης. Το τείχος της Προποντίδας, που ξεκινούσε από την Ακρόπολη και έφτανε ως την αποβάθρα των Πηγών, είχε ύψος 12 ως 15 μ., διέθετε 188 πύργους, περίπου 13 πύλες και είχε μήκος 8.900 μ. Σχεδόν σε όλο το μήκος το τείχος της Προποντίδας ήταν δίπλα στη θάλασσα, επομένως η αποβίβαση εχθρικών δυνάμεων ήταν αδύνατη και το έργο της άμυνας καθίστατο πιο εύκολο[23].
Η πολιορκία[Επεξεργασία
Οι Οθωμανοί προ των τειχών
Η Κωνσταντινούπολη και τα τείχη του Θεοδόσιου
Τα πρώτα οθωμανικά αποσπάσματα έκαναν την εμφάνιση τους στις 2 Απριλίου, ενώ ολόκληρο το στράτευμα έφτασε σταδιακά έξω από τα τείχη της πόλης έως στις 5 Απριλίου. Την ίδια ημερομηνία έφτασε και ο σουλτάνος με τις τελευταίες μονάδες και αμέσως απέκλεισε την πόλη από στεριά και θάλασσα[24].
Όσον αφορά τη διάταξη των αντιπάλων, ο αυτοκράτορας με τα καλύτερα στρατεύματά του ανέλαβε την υπεράσπιση του μεσαίου τμήματος των χερσαίων τειχών (Μεσοτειχίου), που ήταν και τα πιο ευπρόσβλητα, γιατί σ΄ εκείνο το σημείο τα διέσχιζε κάθετα ο χείμαρρος Λύκος. Απέναντί του τάχθηκε ο σουλτάνος με τους γενίτσαρους και άλλες επίλεκτες μονάδες, καθώς και το μεγάλο κανόνι που κατασκεύασε ο Ουρβανός[25].
Αριστερά του αυτοκράτορα, προς την Προποντίδα, ήταν ο Καττενάο με τα γενοβέζικα στρατεύματά του, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, ο οποίος μαζί με μερικούς βυζαντινούς φύλασσε την πύλη των Πηγών, ο Φίλιππος Κονταρίνι που ήταν υπεύθυνος για το τμήμα από την πύλη των Πηγών μέχρι τη Χρυσή πύλη, στην οποία ήταν ο Γενοβέζος Μανουήλ, ενώ λίγο πιο κάτω, δίπλα στα θαλάσσια τείχη, ήταν ο Δημήτριος Καντακουζηνός. Απέναντί τους οι Οθωμανοί παρέταξαν τα μικρασιατικά στρατεύματα υπό τον Ισάκ πασά[26].
Δεξιά του αυτοκράτορα, προς τον Κεράτιο κόλπο, στο τμήμα των τειχών που ονομάζονταν Μυριάνδριον παρατάχθηκε ο Ιουστιννιάνης, ο οποίος λίγο μετά μετακινήθηκε στο σημείο που ήταν ο αυτοκράτορας. Αντικαταστάθηκε από ένα τμήμα υπό τους αδελφούς Μποκκιάρντι. Πιο πάνω, στο παλάτι των Βλαχερνών, εγκαταστάθηκε ο Βενετός βάιλος Μιννότο, ενώ ένας συμπατριώτης του, ο Τεόντορο Καρίστο, στρατοπέδευσε μαζί με τους άντρες του στο τμήμα των τειχών μεταξύ της πύλης Καλιγαρίας και του Θεοδοσιανού τείχους. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος μαζί με τους αδελφούς Λανγκάσκο ήταν πίσω από την τάφρο στο σημείο που κατέληγε στον Κεράτιο. Όλοι αυτοί είχαν να αντιμετωπίσουν τα ευρωπαϊκά στρατεύματα των Οθωμανών, υπό τον Καρατζά πασά.
Η διάταξη των αντιπάλων
Τα θαλάσσια τείχη φυλάσσονταν από την πλευρά της Προποντίδας από τον Τζιάκομο Κονταρίνι, ο οποίος αμυνόταν στην περιοχή του Στουδίου. Δίπλα του υπήρχε ένα τμήμα από Έλληνες καλόγερους. Στο λιμάνι του Ελευθερίου ήταν ο πρίγκιπας Ορχάν με τους Τούρκους του, ενώ στο ανατολικό παράλιο της Προποντίδας εγκαταστάθηκαν άντρες της καταλανικής παροικίας υπό τον Περέ Χούλια. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος με 200 τοξότες υπεράσπιζε το ακρωτήριο της ακρόπολης. Τις ακτές του Κερατίου κόλπου φύλασσαν 700 Βενετοί και Γενοβέζοι ναύτες υπό τον Γκαμπριέλε Τρεβιζάνο. Στον Αλβίζο Ντιέντο παραχωρήθηκε η διοίκηση των πλοίων που ήταν στον κόλπο. Απέναντί τους είχαν τον Ζαγανός πασά με ένα τμήμα του Οθωμανικού στρατού, το οποίο παρατάχθηκε στο σημείο όπου τα χερσαία τείχη ενώνονταν με τα τείχη του Κεράτιου. Μέσα στην πόλη υπήρχαν δύο αποσπάσματα ως εφεδρεία: ένα υπό τον Λουκά Νοταρά, που στάθμευε στην συνοικία της Πέτρας, και το άλλο, υπό τον Νικηφόρο Παλαιολόγο, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.[28]
Στις 6 Απριλίου κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία από τον Μωάμεθ Β΄, αφού πρώτα, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, η πρόταση του για να παραδοθεί η πόλη υποσχόμενος ότι θα σέβονταν την ζωή και την περιουσία των κατοίκων, απορρίφθηκε από τους βυζαντινούς[29]. Αμέσως ξεκίνησε ο κανονιοβολισμός, με αποτέλεσμα ένα τμήμα των τειχών κοντά στη Χαρίσια πύλη να καταστραφεί, όμως οι υπερασπιστές κατάφεραν να το επισκευάσουν γρήγορα. Ταυτόχρονα οι Οθωμανοί άρχισαν εργασίες για να παραγεμίσουν την τάφρο, ώστε σε περίπτωση ρήγματος των τειχών να μπορούν να επιτεθούν με ευκολία. Επίσης αναλήφθηκαν υπονομευτικές εργασίες εναντίον των τμημάτων των τειχών που το έδαφος ήταν κατάλληλο. Στην θάλασσα τα πλοία έκαναν την πρώτη τους επίθεση, πιθανόν στις 9 Απριλίου, χωρίς επιτυχία, με αποτέλεσμα ο Μπαλτόγλου να περιμένει την άφιξη της μοίρας του Ευξείνου για να σχεδιάσει νέες επιχειρήσεις[30]. Το διάστημα μεταξύ 6 με 11 Απριλίου ο Μωάμεθ πήρε μερικά στρατεύματα και κυρίευσε δύο φρούρια που υπήρχαν έξω από την πόλη, το Θεράπειο και Στουδίου, ενώ την ίδια περίοδο ο Μπαλτόγλου επιτέθηκε και κατέλαβε τα Πριγκιπόνησα[31].
Στις 12 κατέφθασε ο τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη και αγκυροβόλησε στο Διπλοκιόνιο. Ήταν ο πρώτος πραγματικά αξιόμαχος στόλος που είχαν αποκτήσει οι Οθωμανοί. Την ίδια μέρα ξεκίνησε ο βομβαρδισμός με τα κανόνια, που συνεχίστηκε αδιάκοπα σε όλο το διάστημα της πολιορκίας[32]. Οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους κανόνια, που άλλωστε ήταν πολύ κατώτερα από τα τουρκικά, τα οποία είχαν τοποθετήσει πάνω στα τείχη για να βάλλουν εναντίον των πολιορκητών, αλλά γρήγορα διαπίστωσαν ότι κάθε βολή τους προκαλούσε ρωγμές στα ίδια τα τείχη[29]. Ωστόσο η άμυνα τις πρώτες βδομάδες διεξάγονταν με επιτυχία.
Την νύχτα της 18ης Απριλίου οι Οθωμανοί επιτέθηκαν με αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες στο Μεσοτείχιο. Καθώς το σημείο επίθεσης ήταν στενό η αριθμητική υπεροχή των Τούρκων ήταν χωρίς νόημα, ενώ η ανώτερη θωράκιση των βυζαντινών, όπως και η ηγετική ικανότητα του Ιουστινιάνι, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην νικηφόρα απόκρουση της επίθεσης. Μετά από τέσσερις ώρες άκαρπων επιθέσεων οι Οθωμανοί υποχώρησαν έχοντας 200 νεκρούς ενώ οι υπερασπιστές κανέναν[33].
Στις 20 Απριλίου σημειώθηκε ένα αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός για τους πολιορκημένους: Στολίσκος τεσσάρων πλοίων (αποτελούμενος από τρία γενουάτικα πλοία και ένα βυζαντινό κάτω από τη διοίκηση του Φλαντανελά), μετά από νικηφόρα σύγκρουση με αριθμητικά υπέρτερο τουρκικό στόλο, ήλθαν να ενισχύσουν τους Βυζαντινούς μεταφέροντας, μεταξύ των άλλων, τρόφιμα και εφόδια στην πολιορκημένη πρωτεύουσα. Ο σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί από τη ναυμαχία αυτή που προχώρησε έφιππος στη θάλασσα. Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για την ψυχολογία των πολιορκημένων, οι οποίοι πίστευαν ότι η ευνοϊκή έκβαση της πολιορκίας ήταν πλέον ορατή[34].
Ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ επιβλέπει την υπερνεώλκηση του τουρκικού στόλου. Πίνακας του Φαούστο Τσονάρο, (1854-1929)
Στις 22 Απριλίου, ο στόλος των Τούρκων ύστερα από επιχείρηση της προηγούμενης νύχτας, κατάφερε να διεισδύσει εντός του Κεράτιου κόλπου. Για τον σκοπό είχε κατασκευαστεί στην κοιλάδα μεταξύ των λόγγων, ένα είδος ξύλινης εξέδρας, επάνω από την οποία σύρθηκαν- με τη βοήθεια πλήθους ανθρώπων που ήταν στη διάθεση του Μωάμεθ Β΄- τα οθωμανικά πλοία, που είχαν τοποθετηθεί πάνω σε τροχούς. Για να μη γίνει αντιληπτό το εγχείρημα, τα κανόνια βομβάρδιζαν ακατάπαυστα το χερσαίο τείχος. Ο στόλος των Βυζαντινών και των Ιταλών συμμάχων τους, που στάθμευε εντός του Κεράτιου κόλπου, βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πυρά και η κατάσταση της πόλης έγινε κρίσιμη. Τότε οργανώθηκε σχέδιο για να πυρποληθεί ο τουρκικός στόλος με υγρό πυρ την επόμενη νύχτα στις 28 Απριλίου υπό την ηγεσία ενός κυβερνήτη ενός πλοίου απο την Τραπεζούντα, τον Τζιάκομο Κόκο, όμως το σχέδιο προδόθηκε στους Τούρκους και έτσι δεν πραγματοποιήθηκε. Επιπλέον, η άμυνα της πόλης εξασθενούσε, καθώς έπρεπε πλέον να τοποθετηθούν και δυνάμεις στο τείχος του Κερατίου που έως τότε δεν είχε ανάγκη από ιδιαίτερη περιφρούρηση.
Στο μεταξύ στη βυζαντινή πρωτεύουσα είχε γίνει ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη τροφίμων. Οι πολεμιστές είχαν αρχίζει να κουράζονται με τις αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις. Επίσης Βενετοί και Γενουάτες διαπληκτίζονταν κατηγορώντας οι πρώτοι τους δεύτερους για συνεργασία με τον εχθρό. Υπήρχαν φήμες ότι οι Γενουάτες του Γαλατά, ο οποίος έμεινε ανέγγιχτος από τους Τούρκους σε όλο το διάστημα της πολιορκίας, βοηθούσαν τον σουλτάνο. Επίσης πολλοί Βυζαντινοί αλλά και ξένοι συμβούλευαν τον Αυτοκράτορα να διαφύγει, όμως ο Κωνσταντίνος με θάρρος και αξιοπρέπεια απέρριπτε την ταπεινωτική αυτή λύση.
Ο συνεχής βομβαρδισμός της πόλης, που δεν διακόπηκε για αρκετές βδομάδες καθόλου, εξάντλησε εντελώς τον πληθυσμό, άντρες, γυναίκες παιδιά, ιερείς, μοναχοί προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τις πολυάριθμες ρωγμές του τείχους. Η πολιορκία είχε ήδη διαρκέσει πενήντα μέρες. Ταυτόχρονα στο οθωμανικό στρατόπεδο επικρατούσαν φήμες, πιθανόν ψεύτικες, για την πιθανή άφιξη πολυάριθμου χριστιανικού στόλου από τη Δύση, κάτι που ανάγκασε τον Μωάμεθ να εντείνει την προσπάθεια για κατάληψη της πόλης.
Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Τέλος, εγγυόταν για την ασφάλεια και την περιουσία του πληθυσμού που θα παρέμενε στην πόλη. Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου διαπνέονταν από πνεύμα αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας. Δέχονταν να πληρώσει ακόμα υψηλότερους φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων όλα τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει. Για την Κωνσταντινούπολη όμως δήλωσε:
Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Δηλαδή, σε σύγχρονη απόδοση:
Το να σου (παρα)δώσω όμως την πόλη ούτε σε εμένα επαφίεται ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της• διότι με κοινή απόφαση οι πάντες θα αποθάνουμε αυτοπροαίρετα και δεν θα υπολογίσομε τη ζωή μας.
Η τελική επίθεση
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ
Ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση, ο Μωάμεθ Β΄ κάλεσε πολεμικό συμβούλιο και κατόπιν έβγαλε λόγο προς τους στρατιώτες του, ζητώντας του θάρρος και σταθερότητα. Τόνισε ότι υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις για έναν επιτυχή πόλεμο: η επιθυμία (για τη νίκη), η ντροπή (για την ήττα) και η υπακοή στους ηγέτες. Επίσης δήλωσε με όρκο πως ο ίδιος ήθελε μόνο τα τείχη και τα οικοδομήματα της πόλης και πως αφήνει στο στρατό του όλα τα άλλα. Υπογράμμισε πως υπάρχουν θησαυροί μέσα στα κτήρια και κυρίως στις εκκλησίες και πως θα επωφεληθούν από τον Εξανδραποδισμό των κατοίκων, ανάμεσά τους υπήρχαν πολλές νέες γυναίκες. Τέλος διέταξε νηστεία και προσευχή. Η επίθεση ορίστηκε για την νύχτα της 29ης Μαΐου[35].
Στις 28 Μαΐου συντελέστηκε μεγάλη ακολουθία στην Αγία Σοφία, η τελευταία χριστιανική ακολουθία που πραγματοποιήθηκε στην περίφημη εκκλησία της πόλης, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ σε λόγο προς τον λαό του, όπως τον διασώζει ο Σφραντζής, τον προέτρεψε να αντισταθεί γενναία, λέγοντας ότι οι Τούρκοι «υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στην δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός». Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε την ομιλία του ως εξής:
...Γνωρίσατε λοιπόν τούτο: Εάν ειλικρινά υπακούσετε ό,τι σας διέταξα, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται επάνω μας.[36]
Την Τρίτη το βράδυ, 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00, εκδηλώθηκε γενική τουρκική επίθεση. Μόλις δόθηκε το σύνθημα η πόλη υπέστη συνδυασμένη επίθεση από τρεις πλευρές συγχρόνως. Οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες απ' όπου οι Τούρκοι προσπάθησαν να περάσουν κάτω από τα τείχη. Παρόλο που στις επιθέσεις ήταν περισσότεροι αριθμητικά, οι Βυζαντινοί τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας τους τρομερές απώλειες. Οι δύο πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν. Όμως ο Μωάμεθ Β΄ οργάνωσε πολύ προσεκτικά την τρίτη και τελευταία επίθεση. Με ιδιαίτερη επιμονή οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών το οποίο ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού (Πέμπτον), όπου πολεμούσε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης, ο Γενουάτης Ιουστινιάνης, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή η απώλεια υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ακόμα και μετά από αυτή την επιτυχία, οι Οθωμανοί αδυνατούσαν να διεισδύσουν στην Πόλη. Στα τείχη, όμως, δημιουργούνταν συνεχώς ρήγματα και ο Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στην μάχη. Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον θάνατο του και για τον λόγο αυτό ο θάνατός του έγινε γρήγορα θέμα ενός θρύλου που έχει συσκοτίσει την ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή άμυνας των τειχών, παρά μόνο όταν από εσωτερική προδοσία μπήκαν από την Κερκόπορτα και περικύκλωσαν τους αμυνόμενους.
Λεηλασίες
Η είσοδος του Μωάμεθ Β΄ στην Κωνσταντινούπολη (πίνακας του Ζαν-Ζοζέφ Μπενζαμίν-Κονστάν, 19ος αιώνας).
Η πολιορκία κράτησε σχεδόν 2 μήνες και, τελικά, ο σημαντικά ισχυρότερος Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 (αποφράς ημέρα). Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι διέρρηξαν την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος. Την ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, ή πιθανόν την επόμενη, ο Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε. Κατόπιν ο Πορθητής εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών.
Όπως παραδίδει ο Σφραντζής, δόθηκε διαταγή για τριήμερη λεηλασία της πόλης. Άλλες πηγές αναφέρουν πως ουσιαστικά η λεηλασία έπαυσε μετά την πρώτη ημέρα[37][38]. Ο ιστορικός Δούκας αναφέρει πως ο σουλτάνος επιφύλαξε για τον εαυτό του τα οικοδομήματα και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας τα υπόλοιπα αγαθά, τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα στη διάθεση των στρατευμάτων[39]. Ο άμαχος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης θανατωνόταν χωρίς διάκριση.[40] Οι εκκλησίες με επικεφαλής την Αγία Σοφία, καθώς και τα μοναστήρια με όλο τους τον πλούτο λεηλατήθηκαν και βεβηλώθηκαν, ενώ οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής και λαφυραγωγίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών χάθηκαν αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί. Πολύτιμα βιβλία κάηκαν, κομματιάστηκαν ή πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές[41]. Ο ιστορικός Κριτόβουλος, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, αναφέρει ότι δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η πόλη ερημώθηκε ολοσχερώς.
Επακόλουθα της Άλωσης
ΣύμπτυξηΒυζαντινή Κωνσταντινούπολη330 Ίδρυση της πόλης
413 Ολοκλήρωση των Θεοδοσιανών Τειχών
474 Μεγάλη πυρκαγιά
532 Στάση του Νίκα
537 Ολοκλήρωση της Αγίας Σοφίας
626 Πολιορκία από τους Άβαρους
674-78 Α´ αραβική πολιορκία
717-18 Β´ αραβική πολιορκία
1204 Σταυροφορική άλωση
1261 Επανάκτηση της πόλης
από τον Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγο
1453 Οθωμανική άλωση
Η Ορθόδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε πια να υφίσταται και στη θέση της ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη όπου και μετονομάστηκε από τους Τούρκους Κονσταντινιγιέ. Το όνομα Ιστάνμπουλ προέκυψε αργότερα,από τη συμβίωση των δύο γλωσσών παρέμεινε όμως λαϊκό.[43] (από τη φράση εις την πόλιν) και παρέμεινε έδρα της Αυτοκρατορίας ως την οριστική κατάλυσή της, το 1922. Αντίθετα το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης έλαμψε με την ανάδειξη σε πατριάρχη του ανθενωτικού Γεννάδιου Σχολάριου καθ΄ υπόδειξη του Μωάμεθ λαμβάνοντας από τον ίδιο και διάφορα πρόσθετα προνόμια μέχρι ακόμα και οθωμανική φρουρά.
Πρώτος που φέρεται να προσπάθησε να συνεγείρει τους Ηγεμόνες της Δύσης για ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Χριστιανούς ήταν ο τότε Μέγας Μάγιστρος του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη των Ιεροσολύμων, που έδρευε την εποχή εκείνη στη Ρόδο, ο Ζαν ντε Λαστίκ ο οποίος με γράμματά του στον Πάπα και σε όλους τους Ηγεμόνες τους εξόρκιζε να πάρουν τα όπλα και «να εκδικηθούν για το χριστιανικό αίμα που χύθηκε στην Κωνσταντινούπολη εξ αιτίας των Τούρκων αλλά και για τη σωτηρία της Ρόδου του ισχυρότατου αυτού προμαχώνα της χριστιανικής πολιτείας». Παράλληλα όμως υπήρχαν και πολλοί Έλληνες που διέτρεχαν την Ευρώπη κηρύττοντας «ιερό πόλεμο» κατά των Τούρκων, μεταξύ αυτών ήταν ο Ισίδωρος ο Πελοποννήσιος, ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, ο Ανδρόνικος ο Θεσσαλονικεύς κ.ά., ενώ ο Ρόδιος λαϊκός στιχουργός Εμμανουήλ Γεωργιλάς απέδιδε το πνεύμα της εποχής σε ποιήματά του προτρέποντας τη Δύση να συνασπιστεί κατά των Τούρκων για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, επειδή:
«Η Πόλις ήτον το σπαθί, / η Πόλις το κοντάρι.Η Πόλις ήτον το κλειδί / της Ρωμανίας όληςΚ΄ εκλείδωνε κ΄ εσφάλιζεν / όλην την ΡωμανίανΚ΄ όλον το Αρχιπέλαγος / εσφικτοκλείδωνέν το».
Στις παραπάνω εκκλήσεις ο Πάπας Νικόλαος Ε΄ επέδειξε πλήρη αδιαφορία, σε αντίθεση με τους διαδόχους του στον παπικό θρόνο Κάλλιστο Γ΄ και Πίο Β΄. Επίσης ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καθώς και ο Δούκας Φίλιππος Γ΄ της Βουργουνδίας ο επιλεγόμενος Καλός μόλις ενημερώθηκαν σχετικά με την άλωση συναντήθηκαν και συσκέφθηκαν πλην όμως οι προθέσεις τους ναυάγησαν από την «ακατονόμαστη αντίσταση»[44] και για «ελεεινές μικροφιλοτιμίες»[45] του τότε βασιλέως της Γαλλίας Καρόλου Ζ΄.
Υπενθυμίζεται ότι την εποχή εκείνη ένα μεγάλο μέρος του ελλαδικού χώρου αποτελούσαν βασίλεια όπως της Κύπρου, Δουκάτα όπως το φράγκικο των Αθηνών και κυρίως ενετικές κτήσεις όπως το Δουκάτο του Αρχιπελάγους με έδρα τη Νάξο, η Εύβοια ή Νεγρεπόντε και Κεφαλονιά (από το 1209), η Κρήτη (από το 1212), η Κέρκυρα (από το 1215), η Ρόδος κ.ά., τα δύο δεσποτάτα Μυστρά και Ηπείρου καθώς και κάποια αρχονταρίκια.
Όταν το 1456 ο Μωάμεθ Β΄ απέσπασε από τους Φράγκους την Αθήνα και λίγο αργότερα υπέταξε όλες τις ελληνικές περιοχές, όπως και την Πελοπόννησο τότε ξύπνησε από το λήθαργο η Δύση και άρχισαν ν΄ ακούγονται οι πρώτες φωνές για τον άπιστο και κοινό εχθρό. Ο Παρθενώνας, που τότε είχε μετατραπεί από τους χριστιανούς σε εκκλησία της Θεοτόκου, επανα-μετατράπηκε με διαταγή του ίδιου του Μωάμεθ Β΄ σε τζαμί. Το 1457 εμφανίζεται στο Αιγαίο ο παπικός στόλος που ξεκινά επιδρομές για κατάληψη νήσων που βρίσκονταν υπό τουρκική κυριαρχία με συνέπεια την κατάργηση της Ηγεμονίας του Αίμου του Οίκου των Κατελούζων. Το 1461, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας περιήλθε και αυτή στην εξουσία των Οθωμανών. Την ίδια χρονιά καταλήφθηκαν και τα τελευταία υπολείμματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης μπορεί να σηματοδότησε την έναρξη της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα, πλην όμως το σημαντικότερο: οδήγησε στον κολοφώνα της αναγέννησης των αρχαίων ελληνικών σπουδών που μεταλαμπαδεύτηκε στην Ιταλία αρχικά καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη στη συνέχεια. Πόλεις όπως η Βενετία, η Φλωρεντία, η Ρώμη κ.ά. άνοιξαν την αγκαλιά τους στους πρόσφυγες βυζαντινούς λόγιους που εγκαταστάθηκαν σε αυτές μεταφέροντας το πολύτιμο φορτίο της αρχαίας Ελλάδας, συμβάλλοντας έτσι στην ανάδειξη των νέων τάσεων κυρίως του ουμανισμού που έφερνε ο νέος αιώνας (15ος αιώνας).
Θρύλοι και παραδόσεις
Η Πύλη του Χαρίσιου από την οποία μπήκε στην Κωνσταντινούπολη ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής όπως είναι σήμερα. Υπάρχει στα δεξιά μαρμάρινη επιγραφή που υπενθυμίζει το γεγονός.
Ο τρόπος που θυσιάστηκε ο τελευταίος Αυτοκράτορας, καθώς και ότι δεν διασώθηκαν πληροφορίες για τις τελευταίες στιγμές του στο πεδίο της μάχης, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ποικίλους θρύλους με κυριότερο αυτόν του «μαρμαρωμένου βασιλιά» που περιμένει την στιγμή να ανακτήσει την Πόλη και την Αυτοκρατορία του.[46]
Μια λαϊκή χριστιανική παράδοση, αναφέρει ότι τη στιγμή που διέρρηξαν οι Τούρκοι την πύλη της Αγίας Σοφίας τελούνταν η θεία λειτουργία και ο ιερέας τη στιγμή που είδε τους μουσουλμάνους να ορμούν στο πλήθος των πιστών, εισήλθε και εξαφανίσθηκε μέσα στον τοίχο, πίσω από το Άγιο Βήμα, που άνοιξε μπροστά του κατά τρόπο θαυμαστό. Λέγονταν ότι όταν η Κωνσταντινούπολη θα επανέλθει στα χέρια των Χριστιανών, ο ιερέας θα βγει από τον τοίχο για να συνεχίσει την λειτουργία[47]. Ένας άλλος θρύλος λέει ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στο ένα του χέρι είχε έξι δάχτυλα και αν βρεθεί κάποιος Έλληνας που έχει έξι δάχτυλα τότε θα ανακτήσει (ο Κωνσταντίνος) την Πόλη και την αυτοκρατορία του.
Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Αμερικάνος ιστορικός Ε. Α. Γκρόσβενορ αναφέρει ότι στην συνοικία Αμπού Βέφα στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχε ένας χαμηλός ανώνυμος τάφος τον οποίο οι Έλληνες τιμούσαν ως τάφο του Κωνσταντίνου και τον χρησιμοποιούσαν κρυφά ως τόπο προσευχής. Όμως η Οθωμανική Κυβέρνηση επενέβη εκείνη την εποχή επιβάλλοντας ποινές και ερημώνοντας το μέρος[47].
Η πρόσληψη της Άλωσης από την διεθνή και νεοελληνική ιστοριογραφία
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1453 αποτέλεσε ένα από τα γεγονότα-ορόσημα της Παγκόσμιας Ιστορίας τα οποία σηματοδοτούσαν την μετάβαση από τη μεσαιωνική εποχή έως τους νεώτερους χρόνους, σύμφωνα και με την τριμερή διάκριση του Κριστόφ Σελάριους με το έργο του Historia Medii Aevi.
Η πρόσληψη και ενσωμάτωση της Άλωσης από την ιστοριογραφία του 19ου αιώνα ακολουθεί την ενσωμάτωση του Βυζαντίου και της Βυζαντινής ιστορικής περιόδου. Οι προϋποθέσεις αφομοίωσής της ήταν μεταξύ άλλων, η θρησκευτική της σημασία, κάτι που έβρισκε υποδοχές στην λαϊκή κουλτούρα. Μπορούσε να γίνει ένα απτό σύμβολο στα πλαίσια συγκρότησης της εθνικής ιδεολογίας. Έτσι γινόταν αντιληπτή ως πτώση της βασιλείας των Ορθοδόξων. Εθνικοποιείται επειδή η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε το πιο σημαντικό κέντρο της Ανατολής και επομένως κεντρικό σημείο στα πλαίσια της υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας.
Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στην εκτεταμένη εισαγωγή του στο έργο του Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος, δεν επικεντρώνεται στους εσωτερικούς παράγοντες παρακμής της αυτοκρατορίας, αλλά στην άπληστη καθολική Δύση, η οποία από το 1204 συνέβαλε στην παρακμή της αυτοκρατορίας. Τελικά η Θεία Πρόνοια επέλεξε τον Οθωμανό κατακτητή ώστε να σωθεί από τους Καθολικούς δυνάστες. Σε αυτό το σημείο συμφωνεί και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, χωρίς όμως να υιοθετεί και τη φιλοσοφική θεώρηση του Ζαμπέλιου.
Διάφοροι άλλοι εκπρόσωποι της ρομαντικής ιστοριογραφικής τάσης, όπως ο Αλέξανδρος Πασπάτης, Κωνσταντίνος Σάθας, Σπυρίδων Λάμπρος, Αδαμάντιος Αδαμαντίου, Βασίλειος Μυστακίδης, Θεοδόσιος Βενιζέλος, Αθανάσιος Βερναρδάκης, Κωνσταντίνος Άμαντος εμπλουτίζουν το αντιδυτικό ερμηνευτικό τους σχήμα με αναφορές σε προδοτικές ενέργειες των Λατίνων (π.χ. η αλλαγή στρατοπέδου του Ουρβανού του τεχνίτη που κατασκεύασε το κανόνι, η βοήθεια των Γενουατών του Γαλατά στους Τούρκους, η λιποψυχία του Ιουστινιάνη). Οι ιστορικοί αυτοί επέλεγαν το λεγόμενο Majus χρονικό του Γεώργιου Σφρατζή -ένα συμπίλημα συνταγμένο στα 1573-1575 από τον Μακάριο Μελισσηνό- με έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα και διαπνεόμενο από την αντίληψη πως ο Θεός κατευθύνει τις τύχες του κόσμου χρησιμοποιώντας τους ανθρώπους και ακόμα και τους Τούρκους για να εκπληρώσει τους σκοπούς του.